1
Φοινικιά μου ψηλή και λιγόπειρη,
σε νησί τού Ειρηνικού ή του Ινδικού,
σε πέτρα από βασάλτη ριζωμένη,
ποιος πρέπει να ’ν’ ο δρόμος του καραβιού μου
για να σε βρω;
Τα μάτια σου κλείνουν σαν άνθη του κρόκου τη νύχτα
κι η γραμμή του προσώπου σου
μου θυμίζει το σχοινί των γερανών
που ανεμοπορούνε πλάι-πλάι το φθινόπωρο.
2
Θυμάσαι που χάθηκες απ’ το χιτώνα σου...
Στης νύχτας το μάτι που ήταν πανσέληνο
παράδωκες τη γύμνια σου.
Κορμί αλαβάστρινο στη ροή του φωτός
καταιγίδα που νυχτώθηκες σ’ άγνωστο τοπίο, μη φοβάσαι.
Έλα στη θήκη σου ακριβό βιολί
μην παίζεις σήμερα για κανένα.
3
Ήρθες πάλι κύματα-κύματα
με τη ζέστη φυτεμένη στα μόριά σου
και λύγισες τα δέντρα κι έφρυξες το χώμα
κι έστρωσες τη θάλασσα με θίνες
που οδεύουν κι ολοένα χάνονται
στο βάθος του ορίζοντα, αφρικανέ...
Ήρθες πάλι σήμερα και πήρες τη συνάντηση
με την Ελένη.
4
Υμνώ τώρα
τις στάσεις των πλοίων μέσα στον ωκεανό.
Παίρνω και ξεχωρίζω τους γλάρους
και τα υπόλοιπα θαλασσοπούλια,
γυμνώνω τις αλατόβρεχτες επιφάνειες των πλοίων,
πλοία και ναύτες, κορμιά και ψυχές βουτηγμένα
στην αρμύρα και το νόστο του γυρισμού.
Ω άρπες ιόντων
που μεταφέρετε τους πειρατές στα σταματημένα καράβια
και διχάζετε τα πληρώματά τους στους πέντε ωκεανούς,
σας υμνώ.
5
Στη χαίτη του ανέμου ταξιδεύω τις αναμνήσεις μου.
Σε κυνηγώ πάλι στις πολεμίστρες του κάστρου
και δε σε χορταίνω, πέλαγο.
Αγκαλιά με την προχωρημένη νύχτα
περιμένω τα μελτέμια και τα πρώτα κίτρινα φύλλα.
Οι ελπίδες είναι σαν τα σπαθιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου