Πώς γλίτωσε από την πέτρα της λήθης
σχεδόν δροσερή
Θα της δώσω χρώματα
και σώμα μυρωδιές
φωνή να γράψει το ποίημα
απ’ το ποίημα να πιει,
να μιλήσει
Σαν ωκεάνιο κύμα
η εικόνα ορμά απ’ το σκοτάδι
και το ψύχος στο ζεστό παρόν·
αιφνίδια χρώματα βάφουν την αμετάκλητη απουσία
ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ
Η αυτοάνοση αρρώστια είμαι εγώ
Ο εαυτός που στρέφεται εναντίον μου
Σα να ήταν η επιθυμία εχθρός του μυαλού
Με τον καιρό, θλίψη αφάνισε το αδιέξοδο
Εύκολα το αφύσικο γίνεται συνήθεια ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
Πόσο τεντώνει το σχοινί
Πόσο ισορροπεί ο φόβος
Χωρίς δίχτυ ασφαλείας
Εφτά μέρες κράτησε το ρόδο
Όσο τεντώνει
Όσο ισορροπεί
Ο χρόνος Αβέβαιο γαλάζιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου