να μιλά για την κατοχή, τον μεγάλο της έρωτα
να μιλά για το σχολείο
-δασκάλα χρόνια
μου μιλούσε
από συνήθεια ίσως
για τον Μυριβήλη
τον Παπαντωνίου
την Δέλτα
Τώρα τους ξέχασε και δε μου διαβάζει πια
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
και με κοιτάζει
όπως ένα ξένο παιδί ζητάει τη μάνα του
μέσα στο πλήθος
-πριν αρχίσει να κλαίει
με εκείνο το βλέμμα που ψάχνει γύρω του
κάτι οικείο
η γιαγιά μου
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
κάθεται στο μπαλκόνι
και χαιρετάει τους περαστικούς
ίσως γιατί μένει στη δική της Αθήνα
με τις ξεκλείδωτες πόρτες
και τις ψάθινες καρέκλες στους δρόμους
ίσως γιατί στη δική της Αθήνα
ακόμη και οι άγνωστοι έλεγαν καλημέρα
καλό μήνα
πάντα την ίδια σελίδα
και κάθε που ρωτάω
μού δείχνει πάντα το εξώφυλλο
για να μου απαντήσει
ή για να δικαιολογηθεί
όπως κάνουμε κι εμείς
όταν κάποιος θέλει να μας γνωρίσει
που δεν μιλάει
Κι όμως με κοιτάζει πραγματικά
με παρατηρεί
ξέρει ότι κάθε στιγμή
είμαι άλλος
ακόμη και όταν εγώ το ξεχνώ
τι εγωισμός που είναι η μνήμη
η γιαγιά μου
σταμάτησε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου