Στο τέλος πάντα μονάχη ταξιδεύεις.
Άλλος προφασίζεται παιδιά.
Άλλος δουλειά.
Άλλος υποχρεώσεις.
Δε σε πειράζει.
Έτσι κι αλλιώς σπανίως ταξιδεύουνε
οι άνθρωποι μαζί τον ίδιο δρόμο.
Κατέβηκες με κόσμο τη μπουκαπορτα.
Και βρέθηκες στο σκουριασμένο νησί.
Βγήκαν όλοι να σε υποδεχτούν.
Οι αφεντάδες του οι γύφτοι.
Και σου έδωσαν έναν κουβά να κρατάς
Κι ένα πανί να πλένετε τα βράχια.
Τα μαύρα από τη σκουριά ως μεσα που φτάνουν στη θάλασσα.
Και άμα την κατάπινες σου μύριζε σαν αίμα.
Μαζί με αυτούς μέρες πολλές πλένατε
τα βράχια.
Άμα τα πλύνατε καλά ,
έγινε γιορτή.
Χόρευαν όλοι.
Μετά εσένα σε πήρε ένας ζωγράφος
σε μια σπηλιά που είχε για σπίτι
να κοιμηθείς.
Αισθάνθηκες κίνδυνο.
Κι έφυγες.
Τρέχοντας.
Ένα σκυλί σε φύλαγε μη σου ορμηξουν
τα θηρία.
Όλη νύχτα.
Ήσουν μεθυσμένη πολύ.
Σήκωσες το χέρι.
Να περάσει κάποιος να σε πάρει.
Γιατί ξαπλωνες απ το μεθύσι σου
μέσα σε κάτι αμπέλια.
Το χέρι σου το ρυμούλκησε
ένα περαστικό φορτηγό.
Το φορτηγό ήταν δεμένο ψηλά στον ουρανό
σε ένα άστρο .
Τώρα,
εσύ ήσουν βαριά ;
Το φορτηγό φρεναρισε;
Δεν ξέρω.
Πάντως το αστέρι πήγε και κόλλησε
πράγμα παράξενο για ουρανό
δίπλα στο φεγγάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου