Δυο τρία μίλια ευθεία μπροστά απ' το Όλυμπος-Νάουσα
βαθαίνει απότομα η θάλασσα και δέκα οργιές σαπίζουνε
χιλιόχρονα φύκια, βυθισμένες γαλέρες, τόνοι οργανικά
και το Φετχί Μπουλέντ ακόμη, οξειδωμένο.
Εκεί ακριβώς αναδύονταν μέσα στη νύχτα κάθε νύχτα ύφαλος
που μεγεθύνονταν κατόπι και γίνονταν νησί επιπέδου, πλατύ,
ύστερα άλλοι ύφαλοι φυτρώνανε ο ένας μετά τον άλλο
και σχηματίζαν μια λεπτή λωρίδα γης με γκρέμια γύρω τους και βράχια.
Κι εγώ ξεκίναγα από κει και περπατούσα επάνω τους
ισορροπώντας με μικρές παραλλαγές του τρόμου
πάντα στις τέσσερις, ποτέ αργότερα ή νωρίτερα
πότε με κίνδυνο να πέσω στις καταβόθρες του ονείρου
μα προχωρώντας ίσια μαγνητισμένος απ' των κυμάτων τις σκιές.
Ώσπου μια χαραυγή μετά από χρόνια αφού βάδισα ώρες πολλές,
και προφανώς κουράστηκα, ξυπνώντας με μια κράμπα βασανιστική
είδα στο φως ξεκάθαρα τι όλα τούτα σημαίναν.
(Πώς στην αρχή, τον πρώτο καιρό δεν το ένιωθα, πώς
βαθμιαία εισέρχονταν η αρρώστια μες στο αίμα και κατέστρεφε το σπέρμα,
αλλοίωνε τους ιστούς, διέλυε το συκώτι το στομάχι και τη σπλήνα
σαπίζοντας τα γάγγλια τους αδένες και τις υποφύσεις.
Πώς βαθμιαία τα εύκολα γέλια κατρακύλησαν σε δύσμορφα χαμόγελα
και γρήγορα φεύγαν οι γιορτές χωρίς να γιορτάζω τίποτα,
δίχως σκοπό επέτειοι, αμήχανα καρναβάλια, χαράμια πάσχα
και πέρναγε η άνοιξη χωρίς τις φουσκοθαλασσιές
τα καλοκαίρια πέφτοντας διαρκώς μια γκρίζα μουσική.)
Ήταν που εσύ χρόνο με χρόνο απομακρυνόσουν αλλά εδώ ήταν πάντα ο νους σου:
μικρό νησάκι σκαιής εκδίκησης στις εκβολές του ποταμού, στην Παληομάνα,
που μια στενή στεριά το ενώνει με τη μήτρα του, την πόλη και εμένα,
ώστε να φεύγουν βάναυσα οι εποχές αφήνοντας διάλυση και όζους.
Όχι μόνο με χάλασες
αλλά έφτιαξες και μια υπόγεια ενύπνια γραμμή να μας ενώνει
για να γεμίζει τη ζωή μου αρές και αναθέματα, ως το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου