ΟΡΑΣΗ
Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
***
AKOH
Κι ύστερα, ποιος να το πίστευε, πως στις άδειες νύχτες
από χαρά(;) από λύπη(;) η ελπίδα θα περίσσευε
κι ένα χέρι θα την πετούσε στα άπλυτα σκυβαλοδοχεία,
έρμαιο των απελπισμένων. Εκείνων
που προσδοκούν Ανάσταση νεκρών και φίλιων συναισθημάτων.
Ήξερε, το γνώριζε πολύ καλά, πως οι χρόνοι,
εκείνοι οι χρόνοι που κουβαλούσε
ανάκατοι με λίγο ψωμί και μουχλιασμένο τυρί
στο τυλιγμένο από σκόνη δισάκι,
μια ιδρωμένη σκόνη σύντροφος, που ένωνε και χώριζε
αμείλιχτη σκόνη που δεν έφευγε απ΄ τα νερά των θαλασσών και των λιμνών
αόρατη σκόνη που θόλωνε τις ακροθαλασσιές της υπομονής
μια σκόνη τρέλα που στις νικημένες του νύχτες ούρλιαζε
ξέβραζε στην άκρη του δρόμου, μητέρες, παιδιά και γέροντες.
Αυτός δεν ήθελε ν΄ ακούσει.
Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν άκουγε.
Έτσι και τώρα,
για καλύτερη απόδοση στην ανυπακοή και στο ψέμα.
Για απλούστερη υποταγή στην ανοχή που του επιβλήθηκε,
απέσυρε τ΄ ακουστικά και βούλωσε τ΄ αυτιά του.
***
από χαρά(;) από λύπη(;) η ελπίδα θα περίσσευε
κι ένα χέρι θα την πετούσε στα άπλυτα σκυβαλοδοχεία,
έρμαιο των απελπισμένων. Εκείνων
που προσδοκούν Ανάσταση νεκρών και φίλιων συναισθημάτων.
Ήξερε, το γνώριζε πολύ καλά, πως οι χρόνοι,
εκείνοι οι χρόνοι που κουβαλούσε
ανάκατοι με λίγο ψωμί και μουχλιασμένο τυρί
στο τυλιγμένο από σκόνη δισάκι,
μια ιδρωμένη σκόνη σύντροφος, που ένωνε και χώριζε
αμείλιχτη σκόνη που δεν έφευγε απ΄ τα νερά των θαλασσών και των λιμνών
αόρατη σκόνη που θόλωνε τις ακροθαλασσιές της υπομονής
μια σκόνη τρέλα που στις νικημένες του νύχτες ούρλιαζε
ξέβραζε στην άκρη του δρόμου, μητέρες, παιδιά και γέροντες.
Αυτός δεν ήθελε ν΄ ακούσει.
Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν άκουγε.
Έτσι και τώρα,
για καλύτερη απόδοση στην ανυπακοή και στο ψέμα.
Για απλούστερη υποταγή στην ανοχή που του επιβλήθηκε,
απέσυρε τ΄ ακουστικά και βούλωσε τ΄ αυτιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου