Φθινοπωρινές ώρες
Χάσκει ο λογισμός μ' αλάφιασμα βαθύ
στο Σήμερα, στο Αύριο, στο Χτες...
Θαρώ, πως όλες οι ώρες ίδιες είναι,
μόνο που οι Αυριανές θολότερες φαντάζουν...
Λιογερματήσανε οι ώρες του Καλοκαιριού,
σαν ήρθαν οι μέρες του Σεπτέμβρη...
Πλεριάσανε τα σύννεφα από βροχή πικρή,
σκορπίζοντας τα όνειρα,
στη μάνητα του αγέρα...
Στες χινοπωρινές βαθίσκιωτες νυχτιές,
σέρνω της αγωνίας μου τες σκέψεις,
ψάχνοντας κάτω απ' τα ξερόφυλλα,
Ελπίδας κι Αγάπης στράτες νάβρω...
Ο ΄Ηλιος θαρώ,
πως ξεθρονιάστηκε κι Αυτός
απ' τ' Ουρανού τα πλάτια,
και μάνιασε η θάλασσα από κάτω Του,
λες και τηνε βίτσωσε μονόφτερο γλαρόνι.
Κι εμείς,
ξουθενομένοι από τες πίκρες της ζωής,
ξαποσταίνουμε σε Γερο- Πλάτανου τον ίσκιο,
προσμένοντας να γιατρευτεί,
η Λαβωμένη Αγάπη!!
**
Στις διαστάσεις του μυαλού
Μέσα σε τέσσερις τοίχους αδειανούς,
δανείστικα τη φωνή των αστεριών,
την Κατάθλιψη να ξεφωνήσω.
Μέσα μου,
το ξύπνημα του Μηδενός,
κι ένα Τεράστιο Κενό...
Στέκομαι ορθός στο πάτωμα,
την ώρα που έρχεται η Σκέψη σκονισμένη
και κάθεται στον καναπέ....
Και Ποιόν Εγώ να λυπηθώ;
Τον Χτεσινό ή τον Αλησμονημένο;
Ψάχνω αντικλείδι γιά να βρω,
τα ανοιχτά μυαλά να ξεδιαλύνω,
Ήλιους, ΄Αστρα και Πανσέληνους,
σε λείες επιφάνειες να κατεβάσω...
Ερίζουν μέσα μου,
Μελαγχολία, Φρίκη κι Ενθουσιασμός,
φιλτράροντας αβίαστα,
τη Στοιχειωμένη Σιωπή μου...
Στις διαστάσεις του μυαλού,
αναγεννόνται Σχέδια και Ιδέες.
Όμως, είμαι κάποιωνε ακριβώς χρονών,
ένας μικρός του σώματος Καθεδρικός Ναός,
όπου το Πνεύμα μου επιστατεί,
με Φλόγα και με...Μοίρα!!
***
Και περιμένω....περιμένω
Ανάμεσα σε ζοφερά περάσματα,
ψάχνω να βρω παλαιούς ταξιδεμούς,
που ανήκουν πιά σε εποχές,
κάποιας ομίχλης γκρίζας....
Απόψε,
καθισμένος πάνω σε άχρηστες αποσκευές,
του Φεγγαριού το άρωμα αναπνέω
και περιμένω....περιμένω.
Περιμένω ν' ανοίξει ο φεγγίτης τ' Ουρανού,
και κάτω απ' των αστεριών το φεγγοβόλημα,
να σύρω τα βήματά μου αργά,
πάνω σε Μνήμες και Λήθες Νιότης....
Τώρα πιά,
που το Απέραντο Λευκό
βάφτηκε κόκκινο γκρενά
και φτάσαμε στην ώρα του Μηδέν,
στου Ακρωτηριού την άκρια,
σκοτείνιασαν του Αλωνάρη οι Αυγές
και με το νυστέρι της Σιωπής
προτού το Αγιόκλιμα να μαραθεί,
την Ετοιμοθάνατη ζωή θα χειρουργήσω...
****
΄Επαρση
Την ώρα που η Πανσέληνος
έσταζε Αγιασμούς,
δυό ΄Αγγελοι στα σύννεφα πνιγμένοι,
τραγούδαγαν ωδές Δεκέμβρη.
Η Νύχτα,
ξέμεινε από Ροδόκρινα,
κι απέμεινε Ορφανή και Μόνη,
αρμέγοντας
των Πεφταστεριών τη σκόνη.
Τ' Αστέρια φύγανε διακοπές,
θειάφι κακομύριζε η Αυγή,
και η Προσευχή,
φάρμακο πούρθε απ' την πηγή,
μάζευε ευωδιές απ' το πρεβάζι.
Και ήταν η ώρα Θεϊκή,
ώρα, που δεν σταματάει ο κόσμος πουθενά,
σε αόρατα μάτια τυλιγμένος.
Δεν ξέρω πράγματι,
που κρύβεται ο Καημός,
η Πίκρα, το Δάκρυ...η Αγάπη.
Όμως
γνωρίζω πολύ καλά την έπαρση
που νοιόθει ο Υιός,
όταν βρεθεί στη Φύση μπρός
και κάτω απ' το Φεγγάρι.
*****
Ατενίζω
Ατενίζω στο βάθος του πέλαγου
και ζητώ απ' τη Φύση εξηγήσεις.
Αφαιρούμαι στό γαλάζιο το άπλωμα,
και απαιτώ από το Νου Γαληνεμό.
Αφουγκράζομαι του κυμάτου το ξέσπασμα,
και ψελλίζω μιά θερμή προσευχή,
που έρχεται απρόσκλητη,
από κάποια κρυφή αυλή της ψυχής μου.
Μέσα από παλιές πεθυμιές,
ένας αγέρας ζεστός,
μου κακοφορμίζει τις θύμησες.
Ένα κρύο κύμα,
ένα μαυρο φως
κι ένα πάθος τυφλό,
σαν αγκίστρια μπηγμένα στο στήθος,
μου ζητούν και αυτά εξηγήσεις
και με στέλνουν αλλού...
Σ'ένα μέλλον,
αποθηκευμένο στο αμπάρι της Στέρησης,
ενώ η Καλοσύνη τριγύρω μου,
πασχίζει πολεμόντας αφύσικα,
να πείσει τον κόσμο,
ότι διαρκώς θριαμβεύει.
******
Γιατί;
Μιά φωνή στεγνή
και μιά γαλήνη γιομάτη ζάρες,
διάσπαρτες
στου Πειρασμού τον Απέραντο κάμπο,
έρχονται σαν αγέρι ΄Ανοιξης άδροσο,
γιά να ειρωνευτούν του Ουρανού το Γαλάζιο...
Στις γκρίζες ώρες
του σκοταδιού που στραβώνει,
ένα γυπαετόπουλο,
δεν λαθεύει ποτέ,
γιατί μέσα στου μυαλού του το σάκκο,
μιμείται το τέλειο,
προκειμένου να ζήσει...
Το Πάθος και η Πείνα,
του ατσαλώνουν τη θέληση,
ούτως ώστε να γίνει,
κατ' ανάγκην μαστίγιο αέρινο.
Στρατηγικά μα και ΄Υπουλα
σηκώνεται αψηλά,
βουτώντας με ηδονή σαν Χάρος στο θύμα.
Και όταν το ράμφος του καρφώνει
εκεί ακριβώς που σκοπεύει,
μιά άθέλητη κραυγή από μέσα μου βγαίνει...
" Γιατί;"
*******
Στο καρτέρι της Πανσέληνου
Μέσα από μιά γλυκόπικρη Ταπείνωση,
κουβαλάω στη μνήμη μου,
ένα κομμάτι Ουρανό...
Αγναντεύω απέναντι τις χιονισμένες πλαγιές,
και μιά σιωπή αγέρωχης Μελαγχολιάς,
με πουντιάζει...
Στο παρτέρι της ανόητης νύχτας,
τα Μίση και τα Πάθια,
πνίξαν των αηδονιώνε τις λαλιές
και λεκιάσαν τ' ανθισμένα λευκόκρινα...
Οι ΄Αγγελοι της Κόλασης,
σαρκίδια άϋλα που αιμορραγούν,
όντες κλαυθμώνες της Γέννας,
σ' ένα στυγνό σιωπητήριο,
τραγουδάνε θρήνους Δεκέμβρη.
Τούτη την ώρα της πνιγερής Μοναξιάς,
σεριανάω τη σκέψη μου
μέσα σε ρημαγμένους λαβύρινθους,
καρτερόντας την Πανσέληνο,
που θα στάξει αγιασμό,
την ώρα που θα ροδίζει η καινούρια αυγή.
Τότενες,
που ο Σχολαστικός Θεός της Αγάπης,
θα κολυμπήσει
στα άπατα Πελάγη Ελπίδας,
παρέα με ένα Τάγμα Αγίων,
φονιάδων της Ασέληνης Νύχτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου