Προτείνω, αγαπητοί μου, για αλλαγή
να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο.
Ποτέ δεν ξέρεις, άλλωστε, τι γίνεται
έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε.
Κι αν σταθήκαμε ως τώρα τυχεροί
και πλαγιάζαμε καμιά φορά
δίχως συγχώρεση
ήταν γιατί πιστεύαμε
πως οι αιφνίδιοι χωρισμοί
δε θα μας αφορούσαν.
Ένα στασίδι ελεύθερο
πάντα κρατούσαμε γι’ αυτούς
όμως
πόσα εγκλήματα θαρρείς
πως είναι προμελετημένα;
Ελπίζαμε – οι αφελείς -
σε μιαν αναίτια μεγαλοψυχία.
Νιώθαμε κιόλας μιαν ευγνωμοσύνη
που δε γνωρίζαμε ποτέ
σε ποιον συγκεκριμένα τη χρωστούσαμε.
Μα η απειλή ήταν εδώ.
Κι είναι και τώρα.
Προπόσεις και σφυρίγματα
ουδόλως τελικά την αποτρέπουν.
Για όλα αυτά, λοιπόν, αγαπητοί
και για μια πρόληψη
ας φάμε απόψε πρώτα
το επιδόρπιο.
θα αποδοθεί
μέχρι δεκάρας».
.........
Ρεζεντά
Εκείνη:
- Δεν ομοιοκαταληκτούσανε ποτέ
τα λόγια μου με τη φωνή μου.
Κι ήμουν αυτό που αρνιόμουν
ηχώ από βράχια που έπεφταν
ίχνη γεμάτη μιας αφής
που όμως της λείπαν δάχτυλα
- κάποιος μετράει
επάνω στο σεντόνι τα λεφτά του
τα βρίσκει πάντοτε λειψά -
μια επανάληψη αστροφεγγιάς
κι ύστερα πάλι το άδειο
και όταν λέμε άδειο
δεν εννοούμε τη σιωπή
αλλά να ζεις το αταιριαστο
κι άφαντος να 'ναι ο κήπος.
Εκείνος:
- Μην παραδίνεσαι, μικρή μου Ρεζεντά
ανέλπιστα κάποια στιγμή
τα αδύνατα μπορούν να γίνουν δυνατά
κι ας αναβοσβήενι σταθερά τα φώτα της
η ηλικία του καθρέφτη
- θα λήξει κάποτε κι αυτή
σύντομη σαν διήγηση
με έκβαση προβλεπόμενη -
κι ας είναι αφηρημένοι οι δικαστές
και σιωπηλοί οι άγιοι μες στα εορτολόγια.
Η απάντηση θά 'ρθει μια βραδιά
όταν οι επιζήσαντες σχίσουν μεμιάς
του κόσμου όλα τα σεντόνια
- τι θά βρουν τότε
να φορέσουν τα φαντάσματα
ποια τύψη θα εφεύρει ο θάνατος
για να μας διεκδικήσει;
Εκείνη:
- Μα τι κουβέντες, κύριε
τι απερισκεψία
κι αν όσα αισιόδοξα μου υπόσχεστε
αίφνης πραγματοποιηθούν
- για τα σεντόνια, λέω, τα σχισμένα -
τότε όλο αυτό το θέατρο σκιών
πού θα παιχτεί
κι εμείς που ως γνωστόν
φοβόμαστε το χιόνι
χωρίς μία παράσταση
πώς θα περάσουμε το απόγευμα
πριν τη Μεγάλη Νύχτα;
Ήταν ένα μικρό καράβι...
Πέρα
από κάθε υπολογισμό και φαντασία
κατώτεροι
των περιστάσεων φανήκατε.
Κι
ας είχατε στα χέρια σας
ραβδάκι
δυόσμου, τεχνητές αναπνοές
και
κάνα δυο ζαχαρωτά.
Πλησιάσατε
σαν λυτρωτές
κι
αφού κερδίσατε
τη
δύσπιστη καρδιά μας
αποσυρθήκατε
σε μια γωνιά
και
ρίξατε σφυρίζοντας τον κλήρο
«...
να δούμε
ποιος,
ποιος, ποιος θα φαγωθεί
να
δούμε
ποιος,
ποιος, ποιος θα τα φυλάει...»
Ποιος;
Μα,
φυσικά, εγώ
κι
όχι μόνο τα νώτα μου
αλλά
τα ρούχα, τα γραφτά
τα
μυστικά μου
και
ό,τι άλλο θα μπορεί να φυλαχτεί.
Άσε
που από δω κι εμπρός
θα
ανοίγω - ακόμη και στο τρένο - τα παράθυρα
και
τότε
όλες
οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες
θα
γίνονται αμέσως παρελθόν
θα
μεγαλώνουν μονομιάς οι νύχτες που έσφαλα
και
το ξημέρωμα θα ναυαγεί
σαν
πυροβολισμός που ματαιώθηκε
ενώ
εγώ
θα
ανεβαίνω ατάραχη
μια
σκάλα από αναβολές
προτιμώντας
για τρόπαιο
μια
λέξη άγνωστη τελείως σ' εσάς
από
έναν κήπο με νάνους
και
βαρετά θαύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου