=====================================
Πολυτέκνου Θεάς, ω Μνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου, και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα κ' ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως. Εσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια, και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα, χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια.
Ήλθεν η ποθητή ώρα·
στολίζουσι
την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων· και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει η Αρετή· αλλ' αν η Πιερίδες την λαμπράν της χαρίσωσιν ακτίνα, αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.
===============================
|
Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ
Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε· συ μου έδωκας την πνοήν, και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα!
[β'-ια']
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια· ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει.
Της Ζακύνθου τα δάση,
και τα βουνά σκιώδη, ήκουον ποτέ σημαίνοντα τα θεία της Αρτέμιδος αργυρά τόξα.
Και σήμερον τα δένδρα
και τας πηγάς σεβάζονται δροσεράς οι ποιμένες· αυτού πλανώνται ακόμα η Νηρηίδες.
Το κύμα ιόνιον πρώτον
εφίλησε το σώμα· πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι εχάιδευσαν το στήθος της Κυθερείας.
Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη, και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα·
Φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι, το σώμα και το στήθος των λαμπρών Ζακυνθίων άνθος παρθένων.
[ιη'-κβ']
Ας μη μού δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον· είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα. |
α' ιβ' ιγ' ιδ' ιε' ις' ιζ' κγ' |
Ωδή δευτέρα
ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ
Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν, και τον άνδρα μαινόμενον τον προ τοιαύτης καίοντα θεάς την σμύρναν.
Δίδει αυτή τα πτερά·
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον της Αρετής, τον δρόμον του ανθρώπου τα γόνατα ιδού πετάουν.
Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν έτυχ' όστις ακούει της δόξης την παράκλησιν και δειλιάζει.
Ποτέ, ποτέ με δάκρυα
δεν έβρεξεν εκείνος των φίλων του το μνήμα, ούτε το χώμα εφίλησε των συγγενών του.
Εις τον ηγριωμένον
βαθύν ωκεανόν, όπου φυσάει με βίαν και οργίζεται το πνεύμα της πικράς τύχης·
Καθ' ημέραν κυττάζει
τους πολλούς των δυστήνων πνιγομένων θνητών, και ποίος ποτέ τον ήκουσε παραπονούντα;
Θερμότατον τον πόθον
εφύτευσας της δόξης εις την καρδίαν των τέκνων σου ω Ελλάς, και καλείσαι μήτηρ ηρώων.
Καθώς από το σπήλαιον
εκβάς ο λέων πληγώνει, σκοτώνει, διασκορπίζει τολμηρών κυνηγών πλήθος Αράβων·
Καθώς εις τον χειμώνα
το νερόν υπερήφανον του χειμάρρου κυλίεται, και τα χωράφια χάνονται, βοσκοί και ζώα·
Ή καθώς την αυγήν
εξαπλώνετ' ο Ήλιος, και τ' άστρα τ' αναρίθμητα από το μέγαν Όλυμπον πάντα εξαλείφει·
Ούτως τα μύρια τάγματα
έχυσεν ο Αράξης, αλλ' ω Ασπίς Ελλάδος, συ επί τους Πέρσας άστραψες, κ' έγινον κόνις.
Περίφημοι ψυχαί
τριακοσίων Λακώνων, ψυχαί αίπου εδοξάσατε τον Ασωπόν και τ' άλσος του Μαραθώνος·
Εύφραινε με το αθάνατον
μέτρον τας Αχαΐδας χήρας ο θείος Όμηρος, και το πνεύμα σας άναπτε το ίδιον μέλος.
Του καρτερού Αιακίδου
την φήμην εζηλεύσατε (αείμνηστος, θαυμάσιος ζήλος) και τ' αίμα εχύσατε δια την Ελλάδα.
Καιγώ, καιγώ το σίδηρον
γυρεύω· ποίος μού δίδει τας βροντάς του πολέμου; ποίος μ' οδηγεί την σήμερον εις τον αγώνα;
Φοβερόν, μυσαρόν
θρέμμα σκληράς Ασίας, Οθωμανέ, τι μένεις; τι νοείς; τι δεν φεύγεις τον θάνατόν σου;
Έφθασ' η ώρα· φύγε,
ανέβα την αγρίαν αραβικήν φοράδα· νίκησον εις το τρέξιμον και τους ανέμους.
Επί τον Υμηττόν
εβλάστησεν η δάφνη, φύλλον ιερόν, στολίζει τα ηρειπωμένα λείψανα του Παρθενώνος.
Νέοι, γυναίκες, γέροντες,
Ελληνικά θηρία, φιλούσιν, αποσπάουσι τους κλάδους, στεφανώνουσι τας κεφαλάς των.
Ανέβα την αράβιον,
Οθωμανέ, φοράδα· την φυγήν κατεγκρήμνισον· Ελληνικά θηρία σε κατατρέχουν.
Την λάμψιν των οργάνων
αρειμανίων ίδε· άκουσον την βοήν των θάνατον πνεόντων ή ελευθερίαν.
Νοείς; - Τρέξατε, δεύτε
οι των Ελλήνων παίδες· ήλθ' ο καιρός της δόξης, τους ευκλεείς προγόνους μας ας μιμηθώμεν.
Εάν το ακονίση η δόξα,
το ξίφος κεραυνοί· εάν η δόξα θερμώση την ψυχήν των Ελλήνων, ποίος την νικάει;
Τι τρέμεις; την φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε, Οθωμανέ· θηρία μάχην πνέοντα, δόξαν, σε κατατρέχουν.
Ω δόξα, δια τον πόθον σου
γίνονται και πατρίδος και τιμής και γλυκείας ελευθερίας και ύμνων άξια τα έθνη. |
α' β' γ' δ' ε' ς' ζ' η' θ' ι' ια' ιβ' ιγ' ιδ' ιε' ις' ιζ' ιη' ιθ' κ' κα' κβ' κγ' κδ' κε' |
ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ
Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών παλαιότατον κτίριον, πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι γονατισμένος;
Όλην την Οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά, ήσυχα, παγωμένα, τα μεγάλα πτερά της βαθείας νύκτας.
Εδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα· σιγά εδώ, μη ταράξης την ιεράν ανάπαυσιν των τεθνημένων.
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν· κτυπά με βίαν· ανοίγονται του ναού τα παράθυρα κατασχισμένα.
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα σύννεφα αρμενίζουν, το ψυχρόν της αργύριον ρίπτει η σελήνη.
Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· σβησθέν λιβανιστήριον, κερία σβηστά και κόλυβα έχει το μνήμα.
Ω παντοδυναμότατε!
τι είναι; τι παθαίνω; ορθαί εις την κεφαλήν μου στέκονται η τρίχες!... λείπει η αναπνοή μου!
Ιδού, η πλάκα σείεται...
ιδού από τα χαράγματα του μνήματος εκβαίνει λεπτή αναθυμίασις κ' εμπρός μου μένει.
Επυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν. - Τι είσαι; ειπέ μου, πλάσμα, φάντασμα του νοός μου τεταραγμένου;
Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους; Χαμογελάεις;... αν άφηκας τον άδην... ή ο παράδεισος ειπέ μου αν σ' έχη.
-Μη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου μην ερευνάς· τα στήθη, τα στήθη 'που σ' εβύζασαν εμπρός σου βλέπεις.
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάγχνον, ανόμοιος είναι η μοίρα μας, και προσπαθείς ματαίως 'να με αγκαλιάσης.
Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε
το πάθος της καρδιάς σου. Αν η χαρά η ανέλπιστος, ότι με είδες, βρέχη τους οφθαλμούς σου·
Μειδίασον, χαίρου, φίλε μου,
μάλλον· αλλ' αν η πίκρα, ότι τον ήλιον άφηκα, τώρα σε κυριεύη, παρηγορήσου.
Τι κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου· και εις τούτο το μνήμα το σώμα μου αναπαύεται από τους κόπους.
Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες, οι φόβοι, και του κόσμου η χαραί και το μέλι σας βασανίζουν.
Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην απολαύσαμεν, άφοβοι, άλυποι, δίχως όνειρα έχομεν ύπνον.
Σεις οι δειλοί αχνύζετε,
όταν τις ψιθυρίση τ' όνομα του θανάτου· αλλ' άφευκτος ο θάνατος, άφευκτος είναι.
Μία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη αμάχητον με' χείρα ωθεί τους ζώντας.
Υιέ μου, πνέουσαν μ' είδες·
ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, μ' εδίπλωνε και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως.
Το πνεύμα οπού μ' εμψύχωνε
του Θεού ήταν φύσημα, και εις τον Θεόν ανέβη· γη το κορμί μου, κ' έπεσεν εδώ εις τον λάκκον.
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφίνω· πάλιν θέλω σε ιδείν, ότε η ζωή σου λείψη, και τότε μόνον.
Με την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω εις την συνείδησίν σου τα λοιπά φανερώσειν ύστερον... χαίρε...
Τέκνον μου, χαίρε... - Πρόσμενε
τον υιόν λυπημένον μη παραιτήσεις. Έπεσε. Και μένουν οι οφθαλμοί μου εις βαθύ σκότος.
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις· όμματ' οπού μ' εβρέχατε με γλυκά δάκρυα!
Και συ στόμα οπού εφίλησα
τόσαις φοραίς, με τόσην θερμοτάτην αγάπην, πόση άπειρος άβυσσος μας ξεχωρίζει!
Αι, και άπειρος, ας είναι
κ' έτι φοβερωτέρα· εκεί μέσα ατάρακτος θέλω εγώ συντριφθείν γυρεύοντάς σας.
Τώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται 'να φιλήσουν του θανάτου τα γόνατα· 'να στέψω το κρανίον του δύναμαι τώρα.
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους· την λύραν δότε· υμνήσατε· ο φοβερός εχθρός έγινε φίλος·
Κείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών αγκάλιασε, πώς δύναται εις ανδρικήν καρδίαν 'να ρίψη φόβον;
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω τον θάνατον με θάρρος, εγώ κρατώ την άγκυραν της σωτηρίας.
Εγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν και την άτιμον σφίγγω πλεξίδα των τυράννων δολιοφρόνων.
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων καταπατώ· και καίω της δεισιδαιμονίας το βαρύ βάκτρον.
Επάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα τον λίβανον σωρεύω, μ' άφθονα χέρια.
Ως απ' ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο πετάει, καιγώ τα δύσκολα κρημνά της αρετής ούτω επιβαίνω.
+++++++++++++++++++++
======================
|
α' β' γ' δ' ε' ς' ζ' η' θ' ι' ια' ιβ' ιγ' ιδ' ιε' ις' ιζ' ιη' ιθ' κ' κα' κβ' κγ' κδ' κε' κς' κζ' κη' κθ' λ' λα' λβ' λγ' λδ' λε' |
ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ
Ας μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίση το χώμα το μακάριον 'που σας σκεπάζει.
Ας το δροσίζη πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα η ροδόπεπλος κόρη· και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ' άνθη.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα· ψυχαί 'που επέσατε εις τον αγώνα ανδρείως, τάγμα εκλεκτών Ηρώων, καύχημα νέον·
Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην, και από μυρτιάν σας έπλεξε και πένθιμον κυπάρισσον στέφανον άλλον.
Αλλ' αν τις αποθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος είναι φύλλον ατίμητον, και καλά τα κλαδιά της κυπαρίσσου.
Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς η πρόνοος φύσις τον φόβον έχυσε, και τας χρυσάς ελπίδας, και την ημέραν·
Επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου, ευθύς το ουράνιον βλέμμα βαθυσκαφή εφανέρωσε μνήματα μύρια.
Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον το της αθανασίας· την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον.
Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι· Έλληνες σεις, πώς ήθελεν από σας προκριθείν άδοξος τάφος;
Ο Γέρων φθονερός,
και των έργων εχθρός, και πάσης μνήμης, έρχεται· περιτρέχει την θάλασσαν και την γην όλην·
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης, και τα πάντα αφανίζει. Χάνονται η πόλεις, χάνονται βασίλεια, κ' έθνη·
Αλλ' ότε πλησιάση
την γην οπού σας έχει, θέλει αλλάξειν τον δρόμον του ο Χρόνος, το θαυμάσιον χώμα σεβάζων.
Αυτού, αφ' ου την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον, δώσωμεν της Ελλάδος, θέλει φέρειν τα τέκνα της πάσα μητέρα.
Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον λόχον, τέκνα, μιμήσατε, λόχον Ηρώων.
=====================
|
α' β' γ' δ' ε' ς' ζ' η' θ' ι' ια' ιβ' ιγ' ιδ' |
ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΣ
[α'-γ']
Χαίρετε, ω κόραι, χαίρετε
φωναί οπού τα δείπνα των Ολυμπίων πλουτίζετε με χορών ευφροσύνας κ' εύρυθμον μέλος.
[ε'-ζ']
Ούτω υπό τους δακτύλους σας
η ελικώνιος λύρα τρέμει, και τ' άνθη αμάραντα της αρετής γεμίζουσι πάσαν καρδίαν.
[θ'-ιβ']
Τώρα, ναι τώρα αστράψατε,
ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε την πτερωτήν βροντήν, κατά σκοπόν βαρέσατε μ' εύστοχον χείρα.
Φυλάξατε τους ύμνους
δια τους δικαίους· μόνον εις αυτούς την ειρήνην, και τους χρυσούς στεφάνους εις αυτούς δότε.
[ιε'-κς']
Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω,
και χαίρουσα πετάει, πετά η ψυχή μου, ακούω των λυρών τα προοίμια, ακούω τους ύμνους.
======================
|
δ' η' ιγ' ιδ' κζ' |
ΕΙΣ ΧΙΟΝ
[α'-γ']
Τα γαλακτώδη μέλη
των παρθένων της Χίου πλέον εσύ δεν ραντίζεις, ω λαμπρόν του Αιγαίου ιερόν ρεύμα.
Όταν τα στήθη αφίλητα,
θρίαμβος των Χαρίτων, βράδυ και αυγήν εδρόσιζες, εκαταφρόνεις τότε τα ρόδα ηώα.
Τώρα χηρεύεις, τώρα
τους βαρβάρους θαλάμους υπηρετούν, μιαίνονται τα κάλλη των παρθένων θεοειδέων.
[ζ'-ια']
Στεναζούσης νυκτός
και του βαθέος άδου τρομεραί θυγατέρες, εσάς φωνάζω, εσάς τας Εριννύας.
Τι ακαίρως τα βασίλεια
σκοτεινά κατοικείτε του ύπνου; ν' αποσπάσετε τα δεσμά των ονείρων τι αργοπορείτε;
Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον
των μεγάλων πτερύγων φέρετ', εδώ· κυττάξατε, σκληράν σας δείχνω κι άνανδρον καρδίαν τυράννου.
Τας λαμπάδας αυτού
τινάξατε, αυτού ρίψατε βροχήν πεπυρωμένην, αυτού, Εριννύες, πετάξατε χιλίας εχίδνας.
Ο μιαρός, την μάχαιραν...
ανατριχιάζω... τρέμουσι τα δάκτυλά μου... μίαν προς μίαν εσύντριψα τας χορδάς όλας.
Ω λαιμοί των αθώων
παιδιών μας, ω πλευρά σεβάσμια των μητέρων, γερόντων κόμαι εις τ' αίμα αθλίως βρεγμέναι!
Εκδίκησιν ζητείτε;
η φωνή σας ηκούσθη. Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι τους ληστάς δεν αφίνουν ατιμωρήτους.
[ιθ'-κε']
|
δ' ε' ς' ιβ' ιγ' ιδ' ιε' ις' ιζ' ιη' |
ΕΙΣ ΠΑΡΓΑΝ
Σοβαρόν, υψηλόν
δόσε τόνον, ω Λύρα· λάβε αστραπήν, και ήθος λάβε νοός, υμνούμεν ένδοξον έργον.
[β'-γ']
[...] τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφίνει ο μέγας αετός και εις τα βαθέα λαγγάδια αφρούς και βράχους.
[ε'-ιζ']
|
α' δ' |
ΕΙΣ ΑΓΑΡΗΝΟΥΣ
Ένας Θεός και μόνος
αστράπτει από τον ύψιστον θρόνον· και των χειρών του επισκοπεί τα αιώνια άπειρα έργα.
Κρέμονται υπό τους πόδας του
πάντα τα έθνη, ως κρέμεται βροχή έτι εναέριος εν ω κοιμώνται οι άνεμοι της οικουμένης.
Αλλ' η φωνή του ακούεται,
φωνή δικαιοσύνης, και η ψυχαί των ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν 'ς τον άδην.
Των οσίων τα πνεύματα
ως αργυρέα ομίχλη τα υψηλά αναβαίνει, και εις ποταμούς διαλύεται φωτός και δόξης.
[ε'-ζ']
Ποίος ποτέ του Θεού,
ποίος του Ηλίου ωμοίασεν; διατί βωμούς, θυμίαμα διατί ζητούν οι μύριοι τύραννοι, κ' ύμνους;
[θ'-κ']
και τοιούτοι, εμπρός σας
εγώ 'να γονατίσω! - η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον η βροντή τ' ουρανού ας με τινάξη·
Προτού σας ατιμήσω,
ω γόνατά μου. - Ατάρακτον έχω το βλέμμα, οπόταν το καταβάσω εις πρόσωπον ενός τυράννου.
Εις ωσάν ο Ήλιος
λαμπροί! - ναι, φλόγας βέβαια βλέπω διαδημάτων, αλλά τας δυστυχίας μας μόνον φωτίζουν. |
α' β' γ' δ' η' κα' κβ' κγ' |
ΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
[α'-ζ']
Ας έλθη τότε, ας έλθη
'να σας περικυκλώση με σκοτεινά, βρονταία, πεπυκνωμένα σύννεφα η δυστυχία.
Μία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει πτερά ελαφρά, και υψώνεται λαμπρόν το μέτωπόν σας υπέρ την νύκτα.
[ι'-ιε']
|
η' θ' |
Ο ΩΚΕΑΝΟΣ
Γη των θεών φροντίδα,
Ελλάς ηρώων μητέρα, φίλη, γλυκεία πατρίδα μου, νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε, νύκτα αιώνων.
[β'-ε']
Αλλά των μακαρίων
σταύλων ιδού τα ηώα κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν, ιδού τα ακάμαντα άλογα του Ηλίου εκβαίνουν.
Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος τα αμιλλητήρια πέταλα· τους ουρανούς φωτίζουσι λάμπουσαι η χαίται.
Τώρα εξανοίγει τ' άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον της γης η αυγή· και φαίνονται τώρα των φιλοπόνων ανδρών τα έργα.
Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης· φεύγουσιν όνειρα, σκότος.
[ι']
Εις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας λέων, τον φοβερόν λαιμόν τετριχωμένον βρέμων τινάζει.
Ο αετός αφίνει
τους κρημνούς υψηλούς· κτυπάουσιν η πτέρυγες τα νέφη, και τον Όλυμπον η κλαγγή σχίζει.
[ιγ'-κγ']
Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος, ξάστερος φέγγει ο ήλιος και τα πολλά νησία δείχνει του Αιγαίου.
Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση, ο αλαλαγμός σηκώνεται· άκουε των πλεόντων το έια μάλα.
Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα, τα πτερωμένα αδράχτια ελεύθερα εξαπλώνονται εις τον αέρα.
[κζ'-κη']
Ούτως, εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων οι αετοί, το κτύπημα των βροντών υπερήφανοι καταφρονούσι.
[λ']
Χαίρετε, σεις καυχήματα
των θαυμασίων (Σπετζίας, Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων, όπου ποτέ δεν άραξε φόβος κινδύνου.
Κατευοδείτε! - Ορμήσατε
τα συναγμένα πλοία, ω ανδρείοι· σκορπίσατε τον στόλον, κατακαύσατε στόλον βαρβάρων.
Τα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε· την κόμην πάντα ο θρίαμβος στέφει των υπέρ πάτρης κινδυνευόντων.
Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν τα τρομερά πηδάλια, και των ηρώων η πρώραι ιδού πετάουν.
Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους εχθρών απείρων· σκάφη, ναύτας, ιστία, κατάρτια η φλόγα τρώγει·
Και καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα· την νίκην ύψωσ', ω λύρα· αν ήρωες δοξάζονται, το θείον φιλεί τους ύμνους.
Οθωμανέ υπερήφανε,
πού είσαι; νέον στόλον φέρε, ω μωρέ, και σύναξε· νέαν δάφνην οι Έλληνες θέλουν αρπάξειν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου