Βασισμένο στον πίνακα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου
“EL ENTIERRO DEL CONDE ORGAZ 1586-1588 μ.χ.”
Αχοί αειμακάριστοι απλώθηκαν στην πόλη
τα σήμαντρα αλυχτούσανε βαριά στη Σαν Τομέ.
Σαν τότε που αρρώσταινε στους δρόμους με πανώλη
η σάρκα κακοφόρμισε, verdar para pique.
Κατέβαινε ο θάνατος, ομίχλη στο Τολέδο
μ αργόσυρτα τα βήματα στου χρόνου τα στερνά.
Σαν άσωτος επέστρεφε, σκιά ο Δον Παρέδο,
υπόλογος στην πίστη Της μισεύοντας κεριά.
Η μάνα που τον λάτρεψε κρατώντας τον διωγμένο
στις φλόγες τον ανέθρεψε με κέρινη θηλή.
Με θρίαμβο απ την πτώση του, θωρώντας τον πια ξένο
σκοτάδι τον στιγμάτισε πετώντας τον στη γη.
Ταξίδεψε ονείρωττα με σύννεφου μαντήλι
λαθραία στο μετάξι του, λεκές στον τροπικό .
Ο άνεμος τον χτύπαγε γεμάτο στη σελήνη
σαν πρώιμο και ύστατο δυνάστη διαλεκτό.
Χωρίς πυξίδας λάθεμα, γκρεμίστηκε απ τ αστέρια
με λάσπη όπως του πρεπε βαπτίστηκε κορμί.
Την πείνα του ξεγέλασε με άσπρα περιστέρια
διαλέγοντας δυσοίωνους τριγμούς να πορευτεί.
Στης γέφυρας το πέρασμα χαμήλωσε το βλέμμα
τον πρώτο σαν συνάντησε λιπόψυχο θνητό.
Τον φίλεψε μ υπόσχεση, στης ύπνωσης το ψέμα
σαν έβρισκε στα μάτια του θυσία με σκοπό.
Ο κόσμος δάδες άναβε περνώντας το ποτάμι
τα σύννεφα ναυάγησαν σε όχθες σκυθρωπές.
Τα ρούχα φτώχειας σύμπλεγμα, φροντίδα μα χαράμι,
φθαρμένα μες τις φόδρες τους με σκόρου ενοχές.
Γυναίκες στα καζάνια τους σιγόβραζαν σιτάρι
οι δούλες περιφέρονταν σκυφτές στα πλυσταριά.
Ζευγάδες σκνίπα τρίκλιζαν κοιτώντας το φεγγάρι
μποτίλιες μιας ονείρωξης σε λύπης καπηλειά.
Ο δον Γκονζάλο άχρωμος με μάτια κουρασμένα
στο ξύλινο κρεβάτι του κειτότανε βαθειά.
Τριγύρω του η ομήγυρη θρηνούσε υπνωμένα
καθώς ο ξένος γέλαγε ξωπίσω απ τη βαριά.
Οι μέρες του στριμώχθηκαν σε ξύλινο θηκάρι
τα φώτα χαμηλώσανε σαν άρχιζε η πομπή.
Το σούρουπο ενάρετο, στην πλώρα του βαρκάρη
πυγμή ωστόσο ζήσιμη δεν είχε να σταθεί.
Το δέρμα δεν περίμενε πληγή για να ματώσει
η ρόδα σαν στο λάσπινο κυλούσε βιαστικά.
Κατάστηθα δαμάσκηνα, του φόρεσε η Γιόσι
το πρόσωπο σαν κάλυπτε με πένθιμα πανιά.
Ο Χόρχε λιποψύχησε θλιμμένος να κοσμήσει
με κέρματα σπανιόλικα τα μάτια στο νεκρό.
Επέλεξε αλίμονο πινέλο να βαστήξει
σμιλεύοντας το πρόσωπο με κίτρινο ωχρό.
Σ υπόγεια παραμόνευε μιας ρέμπελης πορείας
σουλάτσο σαν με ράθυμο γλιστρούσε σ εποχές.
Προσκόμιζε στ αθάνατο τελάρα οκνηρίας
νεκρών καθώς συνέχεια ,ζωγράφιζε γιορτές.
Κ ο πίνακας υπέφερε, ιδρώτας στην φανέλα
μ ασκόνιστα γεμίσματα και χρώματα ψυχρά.
Με ζάχαρες που ζάλιζαν, πικρά μια καραμέλα
το φόντο είχε ένοχη, μιας τέρψης συνοχή.
Η μοίρα δεν προσπέλασε, στοργή στο κοιμητήρι,
σε πόρτα νιότης διάβηκε, κατάλοιπο ζωής.
Μιας λήθης η κατάνυξη σ αιώνων το ψαλτήρι
κομψά καημούς δυνάστευε στο έλος της στιγμής.
Στα μάτια η απώλεια σκιρτούσε λιμασμένη
η Γιόσι έπλεκε δάκρια, σε πίκρας υφαντό.
Τον έρωτα που έκρυβε σε πάθους οικουμένη
τον έδυσε στο δείλι του, φιλώντας το σταυρό.
Μα πάνω απ το σκέπαστρο που όλους διαφεντεύει
ξεπρόβαλε υπέρλαμπρη δυο άγγελων χροιά.
Με μύρο που απλώθηκε σ ευχής την παινεμένη
αγκάλιασε το σώμα του μ ολόλευκα φτερά.
Ευθύς ο κόσμος ρίγησε ορθώνοντας το βλέμμα
καθώς με θέρμη οι άγγελοι αγιάζαν τα φλουριά.
Στην αίγλη τους ευλόγησαν πληγών το κάθε ψέμα
σαν χάριζαν στην νύχτα του λαμπάδας φυλαχτά
Ο ξένος όμως έκπτωτος με λύσσα μανιασμένη
πετώντας ίσκιος άρπαξε τον κόμη απ τα μαλλιά.
Στο μαύρο καλεντάρι του, τον είχε χρεωμένο
το σώμα σαν δεν στόχευε να κλέψει μυστικά.
Κατάρα τον κουβάλησε σωσμένο απ το μνήμα
με βλέμμα λύκου λαίμαργο τον έπαιρνε απ τη γη.
Το χώμα θύτης έχασκε λιπόψυχα σαν θύμα
δειλά σαν μέσα του έμπηγε μονάχα το κορμί.
Οι άγγελοι ξωπίσω του με δόντια γυαλισμένα
τον πήραν στο κατόπι του να σώσουν την ψυχή.
Ο ξένος όμως βάσταγε μ ευλάβεια τα καμένα,
γυμνά ενόχου ένοπλα του δρόμου τους φτερά.
Ο Χόρχε πέρα έστεκε με δάδα πια σβησμένη
με χρώματα την έκρυψε γελώντας φθονερά.
Στο νου του αλληγόρησε μια βλέψη λαθεμένη
δειλά καθώς του έργου του, τελείωνε δουλειά.
Στην γη ο κόσμος έμεινε χωρίς παλμό και σθένος
ορώντας κάποιον ύπουλα να κλέβει τον νεκρό.
Οι λόγχες των δυο άγγελων μακριά απ τ άγιο μένος
δειλά κ απαρηγόρητα σκουριάσαν στον κλαυθμό.
Γυμνοί στο περιθώριο σίγησαν νικημένοι
προσμένοντας του ύπνου τους την ύστατη φυγή .
Την θλίψη μες το αίμα τους νοθεύσαν δακρυσμένοι
με οίκτο σαν τους κοίμιζε γαλήνιο η ντροπή.
Μιας στέψης τρόμου αγάλματα μαρμάρωσαν χαμένοι
προσφέροντας την πίστη τους μ επίφοβη σιωπή.
Στη πόλη δεν απέμεινε, θνητός που να προσμένει
του κόμη νεκρανάσταση, ελπίδα στην αυγή.
Κ ο ξένος πήγε έκρυψε φωτιά τον πεθαμένο
σε κρύπτη απαστράπτουσα του πόνου πορφυρή.
Τον έστεψε στ αθάνατο χωρίς πια πεπρωμένο
να ζήσει πρωτογέννητος, ξανά απ την αρχή.104
Οι δείκτες χρόνια νίκησαν κ ο Χόρχε ξεχασμένος
στον πίνακα πειστήριο δεν βρήκε να σωθεί .
Δεν έμαθε πώς θα πρεπε αν ήταν διαλεγμένος
τον ξένο αν στις μέρες του ,τον φίλευε πυγμή.108
Το πρόσωπο πια σβήστηκε αδέξια με νέφτι
στην μνήμη μύθος στάθηκε θλιμμένη προσμονή.
Θλιμμένος καθώς έφευγε κοιτώντας τον καθρέπτη
νανούρισε τα λάθη του γυρνώντας το κλειδί.
Το γέρικο στον ίσκιο του κουφάρι πήρε βράδυ
τα βήματα τον έστελναν στο φως της Αλκαντάρ.
Θηλιά στερνής μετάνοιας φορούσε γι άγριο χάδι
χορδή μιας φάλτσης έσπασε μπαλάντας με σιτάρ.
Αθάνατη την τέχνη του δεν έμελε να σώσει
προδίδοντας ακόμιστα, στον ξένο τον Θεό.
Κ αν μάταια ο πίνακας στον χρόνο θα σκεβρώσει,
το ξύλο απ την κορνίζα του, θα μένει στο Τολδόθ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου