Κάθε μέρα σε ρώταγε ο φύλακας «Τι θέλεις;» κι’ εσύ αποκρινόσουν «Ήρθα να δω τους άρχοντες» κι’ εκείνος έλεγε «Κανείς δεν επιτρέπεται να δει τους άρχοντες» κι’ εσύ του απαντούσες «Κάποια μέρα, κάποια μέρα θα ξεσπάσει η επανάσταση και τότε αυτό το κάστρο θα γκρεμιστεί συθέμελα και οι άρχοντες που πίνουν το αίμα μας τόσα χρόνια θα πληρώσουν για όσα μας έκαναν» και ο φύλακας γέλαγε, και σε χτύπαγε φιλικά στην πλάτη και σούλεγε «Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα τα ξαναπούμε». Χτες το βράδυ, αποκαμωμένος, κοιμήθηκες στα σκαλοπάτια του μεγάλου πύργου.
Το πρωί σηκώθηκες, τεντώθηκες, και χτύπησες την πόρτα.
«Τι θέλεις;» σε ρώτησε ο φύλακας κι’ εσύ «Ήρθα να δω τους άρχοντες» του αποκρίθηκες. «Δεν υπάρχουν άρχοντες» απάντησε ο φύλακας κι’ εσύ απορημένος «Τι εννοείς;» τον ρώτησες.
Ο φύλακας σε κοίταξε θλιμμένα. «Η επανάσταση έγινε χτες το βράδυ», είπε. «Την έχασες επειδή κοιμόσουν. Τώρα δεν υπάρχουν πια άρχοντες. Τώρα είμαστε όλοι ίσοι και ελεύθεροι».
«Τότε…μπορώ να μπω;» ρώτησες διστακτικά.
«Όχι», σου απάντησε. «Είμαι τώρα ο Φύλακας της Επανάστασης. Και η επανάσταση κινδυνεύει από κάτι ανθρώπους σαν εσένα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου