Πρώτα ήταν οι ψάθες και τα καλάμια.
Ίσα να μη σκορπάνε οι φακές
και να κρύβονται τα λελέκια.
Έγιναν στάχτη ανάμεσα στις πέτρες.
Ύστερα ο χαλκός, ταψιά και ασπίδες, στη γωνία
πλασμένα με δαγκωνιές
μέχρι που πρασίνισαν
από τη λάσπη που άφησε ο κατακλυσμός.
Κατέβαιναν συνέχεια
με τομάρια βουβαλιών, λιονταριών
προβάτων και λύκων σκεπασμένοι.
Τους έφερνε η Άνοιξη
και το χορτάρι που έγλειφε τα πέλματα.
Κατόπιν ήρθε το σίδερο
κι άφησε σκουριά στη θέση μας.
Όμως κι αυτή φύτρωσε
όπως τα μανιτάρια το φθινόπωρο.
Αλλά
είναι ατέλειωτοι.
Έρχονται συνέχεια
με άτρωτα κράματα, μας ζούληξαν
μας άπλωσαν, μας ρούφηξαν.
Τώρα πια είναι μυριάδες
κουρελαρία, αλλού η σάρκα
αλλού τα κόκαλα.
Σέρνονται, βαδίζουν, κολυμπάνε, μπουσουλάνε.
Αλλού τα μάτια αλλού τ' αφτιά
μπούτια και βυζιά
απλωμένα από Πανόραμα μέχρι Κορδελιό.
Άσωτοι
όλες τις εποχές.
Είναι το τελευταίο κύμα
κι εμείς οι έσχατοι πια.
Απροετοίμαστοι
να ζήσουμε χωρίς ιστορία και μέλλον
διασκεδάζουμε
κλωτσώντας το εγωπαθές ποιηταριό
που θαρρεί ότι σώζει το τομάρι του
στον ναρκισσιστικό του βόθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου