Σαν κύμα που κολύμπησε στα μαύρα μου πανιά.
Σαν οίστρος που δεν οίκησε στα πρώιμα στερνά μου
Σαν ό,τι δεν φαντάστηκα ντυμένο στα λευκά.»
Γοήτευε με δέκατα, τα χρόνια μου ο δείκτης
χωρίς να πέφτει ξέπνοη στο χώμα σου η οσμή.
Χρησμός στης ζήσης τ άρρητο, το πάθος σου σα μύστης
θαμπό στην μεθερμήνευση, ταξίδευε ρωγμή.
Τί τάχα από εμένα σου μου είχες να θυμόμουν
μ αρνιόσουν όσο πέθαινες, στριμώχνοντας ζωή.
Ουσία σκόνης κούρνιαζες σε φλέβες που ερχόμουν
λυγμός λευκής παραίσθησης , βελόνας στην κραυγή.
Φτερά αναδιπλώθηκαν στην πλάτη σου πανώρια
ωσάν το πιο αμάρτημα της βλέψης σου κακό.
Τον έρωτα κηδεύοντας με δαίμονες στα στόρια
μου γάμαγες το θάνατο με σκιάχτρα «σ αγαπώ».
Κ αυτά του φόβου μάτια σου που ζεύτηκαν του πόνου
με γότθους που ανατέλλανε σε πανκ υπακοή.
Τ ακάνθινα ροζ ίχνη σου, θυσία μαύρου δρόμου
τα πήρα στο κατόπι τους σαν δάκρυζε η βροχή.
Περίσσευες μα έλειπες σα ξόρκι απ τα μάγια
σε κάθε πάθους τόλμημα, μου ερχόσουν σκυθρωπή.
Οι νύχτες με ρωτούσανε μην είδα κάποια νάγια
δοσμένη μες το πένθος της, στο σώμα μου ψυχή.
Πηγή γίνηκα κ έσταξες τυφλώνοντας τον θόλο
κ απέ στο καταγάλανο λερώθηκες νωρίς.
Του άστρου το παράπονο μ υπόνοια και δόλο
στην άνοια το γέλασες με ίσκιους προσμονής.
Το αίμα στ ακροδάχτυλα να παίζει ηλεκτρισμένο
κ η μέθη δίψας πρόσχημα, ξεχείλιζε ν αρθείς.
Φθορά πέπλου σου έντρομη σ ευαίσθητο ηρμένο
ομίχλη σε φυγάδευα στο μνήμα μιας αρχής.
Μελάνωναν τα στίγματα σαν άπλωνες σκοτάδι
μαβιές ικμάδες κοίμιζαν τον ίσκιο μου με φως.
Κ εγώ που δεν σου ζήτησα μονάχα οίκτου χάδι
στο κάποιο ιματζινάγιουμ το πιόρνη θα σαι γω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου