Το χάραμα γυρίζουμε ξανά κοντά σου
ακολουθώντας πάντοτε την ίδια ρότα
το σιρόκο πού χρόνια ατέλειωτα καραδοκούσαμε.
Αστράφτει η μνήμη σου στους έλικες
χίλιες στροφές το δευτερόλεφτο.
Και ξάφνου είδα τούς γλάρους χαμηλά
κάτι σαν τούς προάγγελους της θύελλας,
από τη γέφυρα τα ξερονήσια
ένα κοπάδι πόρφυρες κατόπι μας,
την προκυμαία αδιάβατη
ζωσμένη σ’ ένα δάσος σιωπηλές περικοκλάδες
κι από τις γρίλιες να παραμονεύουμε τα δίκαννα.
Πώς να περάσω απέναντι χωρίς κουπιά;
Η θάλασσα που γνώριζα
είναι έν’ αδιέξοδο στο στήθος σου.
Φυσά αγέρας παγωμένος, μεσοζωικός.
Ω πώς τόσον καιρό μετά την καταιγίδα
ανάμεσα σ’ αυτές τις πέτρες
που ριζώσαμε αγριάδα
ακόμα παίζουν πένθιμα
τα βιολοντσέλα σου Βιβάλντι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου