Να 'χα κάπου να προσορμίζουμαι όταν η θύελλα ανάβει το θυμό της,
όπως στο δάσος το πουλί πετάει και προστατεύεται ώσπου η μπόρα να περάσει,
σαν τις πεταλούδες με τα πολυχρωμάτιστα στίγματα στα φτερά τους
που βρίσκουν κάποιαν απανεμιά και σώζονται και μνήσκουν,
να 'χα κι ένα αργυρό ραβδί και να 'γγιζα τη λύπη
να μεταλλάζω το κλάμμα σε χαρά
σε σπίτι ψηλόχτιστο
με την ανησυχία της γιορτής του στα κελλάρια,
μ' ένα πλατύ στη σάλα τραπέζι φωτοστόλιστο
για τους προσκαλεσμένους χαροκόπους,
να 'ρχωνται τα φαρμάκια μας και κρασί να τα κερνάμε,
να 'ρχωνται και τα πάθια μας και να γελούν και κείνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου