Ένα θάνατο τον ανθρώπινο θάνατο
Να πεθαίνουμε είδαμε πως γίνεται να πεθαίνουμε
Σ’ ένα ρηχό προσωπικό πιο χαμηλά κι απ’ τα χόρτα
Ήταν η ανάγκη
Ανάμεσα σ’ εκείνους που πέθαναν το δικό μου θάνατο
Κι εκείνους που πέθαναν ένα ξένο θάνατο
Ήταν η ανάγκη
Γι’ αυτό το ταξίδι το κομμάτιασμα
Να βρεις τη ζωή και το θάνατο το δικό σου
Εσύ πού πνιγμένος ήσουν έρχεσαι και κάθεσαι
Σ’ αυτό το κάθισμα το πέτρινο το γλυμμένο απ’ το αλάτι
Σώμα βαρύ βουλιαγμένο ανάμεσα στα πρώτα όστρακα
Στα πρώτα θαλασσινά κοχύλια
Και το πρόσωπό σου κενό μουσικής ποντισμένης στο χάος
Εκείνο που μας δέχεται μόνο γυμνούς
Και τα λόγια σου στάζοντας σαν το λιωμένο κερί
Βαθιά μες στις μασχάλες πίκρα πενία και ντροπή
Βαθιά μέσα σε μια σχισμή αρμών εξαρθρωμένων
Ανοίγοντας μες στο ακύμαντο γαλάζιο χέρια ακύμαντα
Έπειτα ήρθε τ’ απομεσήμερο όλο φως και κούραση
Ακίνητο μ’ ένα πουλί που βάθαινε στον ουρανό
Ραγίζοντας προς το σούρουπο τα ακύμαντα χέρια σου
Και το σβησμένο σου πρόσωπο
Και τα σημάδια των ποδιών σου
Κάτω από ναν ήχο ωρών εσπερινών
Πως γίνεται
Κι όμως πεθάναμε για γεννηθεί ο θεός μας
Πέφτοντας μέσα στη νύχτα απ’ το πιο μυτερό μεσημέρι
Άστρα σαν τα νησιά μια νύχτα φυγής
Σ’ αυτό το ψύχος το σκοτάδι τη σιωπή
Στο πουθενά τούτο
Κάνει κρύο μες στο σκοτάδι σε τούτα τα κλίματα
Και η ατέλειωτη άμμος ασπρίζει σαν χιόνι
Θα κρυώνεις τα ακύμαντα χέρια σου
Το σβησμένο σου πρόσωπο
Θα πεθαίνεις τόσες φορές σ’ έναν άλλον
Κι αυτός άλλες τόσες φορές μέσα σε σένα
Και δεν θα χεις το θάνατο μέσα σου
Και Δε θα χεις φωνή μήτε κι άνεμο
Για τα ακύμαντα χέρια σου
Να καρφώσεις το αίμα που τρέχει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου