τραβούν μαζί τους ύμνοι την βραδιά μου πού πεθαίνει.
Μέσα στο στόμα του τα χείλη μου
άσπρα τα ρούχα
πού φορά και με φωτίζουν.
Μου δίνουν λίγη λάμψη
και την παίρνουν. Γκρίζα κουρέλια. Πολυελαίους του
μυαλού μου.
Το μαύρο αυτό τα κοφτερά του χείλη το διέσχισαν.
Χλόες των δέντρων οι απειλές πού τον φοβούνται.
Το λεπιδόπτερο, από ρεύμα ανατράπηκα, τα ζωτικά
φορτία σπάζουν
σπάζει
μεμβράνες οικειοτήτων με την άνοιξη
όμοια δεύτερα εναλλάξ με πρώτα.
Σατέν εσάρπα του αφήνω στις οπές.
Τρέχω ακατάπαυστα και κυματίζω.
Νούφαρα οι πολύποδες νερών
με ανεβαίνουν
κι εγκαθιστούν
με αιματωμένο ρύγχος οικισμούς.
Προς χάριν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου