θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.
καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα
έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το
έχει δει κανένας.
άξαφνα - κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.
δρόμιο.
και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.
από τη Μητέρα.
τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω
πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.
ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.
νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.
αυγό του Κύκνου.
γελική.
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα-
δείσου.
γάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.
Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.
κόσια τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού
Φίλου, και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με
τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα-
νούς του
πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.
γάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος
κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι
παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρί-
χνανε μπαλωθιές στον αέρα.
κοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι
καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.
πογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της
διαστάσεις.
θηκε ο αέρας.
ριπές γαλάζιες.
δαμύσανε.
στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δά-
χτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-
βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω
στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.
πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος
πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.
ρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντη-
θούμε ποτέ.
κριά - ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;
γραφίστηκε στο τζάμι;
της στην τρομπέτα του;
σε ν' αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.
τοίχου.
ριζε καμένο πεύκο και συχώρεση.
γος - άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με
τα πλάγια, λιπαρά πόδια.
νε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγά-
λες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέ-
ρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.
Θα 'ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό
τα κλειστά κι ακατοίκητα που 'λυσε το λουρί
από τ' αποτρόπαια γεγονότα μέσα του
Και νιώθεις τώρα ν' αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα
κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ
τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν' αγαπάει
και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του
κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.
Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν
πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.
μακρινή φωνή στ' αυτιά μου: «μια ζωή ολόκληρη...» «μια ζωή ολό-
κληρη...»
Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουνμόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποιακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμάΜπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ' αποκαΐδια
την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο...
Άραγες να 'ναι η μοναξιά σ' όλους τους κόσμους
η ίδια;
τονιά και φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει - κι η
αλήθεια ολοένα του ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρί-
σκεται πιο χαμηλά
Βγήκα για νέες πληγέςπάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα(Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα
Τώρα θα 'χει βουλιάξει ο κόσμοςμε τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ' το νερόΚι εγώ, σαν να 'μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη).
Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνοσαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώταέλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να πιάσωκινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητεςόσο κι εκείνες που 'βλεπα γύρω μουχρόνους και χρόνους μιαν ολόκληρη ζωή:«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή«Τον βουβό με την κερένια κούκλα»«Τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας» εάν όχικαι - σε πρώτη προβολή - «Το φιλί του θανάτου».
χορτα και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία.
στη, που πάλι, μεμιάς, εχάθη.
Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.
φέγγαρα, Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς
δεν ξέρει τι τον περιμένει.
χάνεται.
αριστερά. Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη,
κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.
'λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από
μακριά.
μαλλιά της πίσω με κλώνους.
εφετινό δάκρυ.
μια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας·
τη Βρισηίδα· τα Γαυγάμηλα· τον δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλή-
σποντο· τα Ζαγόρια· τον Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρ-
τυρα Μυτιλήνης· την Ισσό· τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη
Λαΐδα· τον μαστρ'- Αντώνη· τον Νικία· την ξέρα της Αγίας Πελα-
γίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)· τους Πελα-
σγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαΐδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο (ερωτο-
μανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά· και τον Ωριγένη.
ρίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν
είναι λογοπαίγνιο).
φορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη
ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.
Βάρος της τρυφεράδας τ' ουρανού
μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.
Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά
το κοντάρι τους, ο αέρας.
Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιέςκι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες
ερημιές) απελπισία.
ται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ' όλη την περασμένη
μου ζωή.
Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι
σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.
στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα,
συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν
καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου.
βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος
που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά
σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -
Άσπρα σπασμένα τ' ουρανού μέσα στη νύχτα
πάω μ' από κοντά τον σκύλο της σελήνης μου.
Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα
-Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· άλλα προς τι;
Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο
που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ' αναμμένο φως.
Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια
ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.
Πάω μ' από κοντά τις μετρημένες μέρες μου
-Σύμφωνοι, ναι· αλλ' η ζωή αυτή δεν έχει τέλος...
να κοιμηθώ.
του Ήλιου.
ρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
μου, μ' ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της
κρεμασμένο στο στήθος.
σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φα-
γωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο
μαύρος όγκος που σαλεύει
Και τώρα μαύρος αιώνας.
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.
Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.
Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να 'μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ'ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινάκι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριώντο «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μουλίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασεη θεούλα με τη μωβ κορδέλαπου από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικάΎστερα χάθηκε πλέοντας δεξιάνα πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου
-της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια-εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητακαι αγέρωχο το πέλαγος.
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
θέση στον τάφο που σου ανήκει.
Ασμάτιον Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδιά
Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιάθα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμέςμα βαριά η δική μου καρδία.
θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές
και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δε-
λεάνα»... Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυ-
μνός μπρος στον καθρέφτη.
πρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά. Στο μεσαίο
μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του
δωματίου μου έστεκαν δύο άλλοι νέοι γενειοφόροι, σοβαροί.
φωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπα-
σών, η «Ραμόνα».
Η ΠρωτομαγιάΜε χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να πανστο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.
στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
ηνεκές μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται
απ' αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.
με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.
αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με
περισφίγγουν.
νουν σαν αναμνήσεις.
Δυο πόντους πάνω από το έδαφοςέβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σαν διαμαντικόΠιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ
Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο
και πάρα πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων».
Έχω κάνει εργάτης εδώ σ' αυτά τα μέρη
χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα
πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη
να δω από πέρα πως ανθίζουν τα νερά
και πως ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.
Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες στη ζωή μου.
λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι,
τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω τόσο
πολύ αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτε-
ρικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.
ποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ' απόλυσε καταμεσής του Κρητι-
κού πελάγους.
τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.
-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου