Έπεφτε το φως
η πόλη εξατμιζόταν
θυσία
στους θεούς της λησμονιάς
κι ο πιο μακρύς δρόμος θα κρεμαστεί από το τσιγκέλι του τελευταίου του αδιεξόδου
Διέσχιζε τη νύχτα
μ’ ένα ματσάκι διαβάσεις στα χέρια
κι ένα πουκάμισο με ρίγες
από ξεραμένες λωρίδες
διπλής κατεύθυνσης
στην πλάτη
κι η ενοχή δάκρυ είναι που δεν κατάφερε να τρέξει
Βγήκε στην πλατεία
με τα λιθόστρωτα φεγγάρια
και το σιντριβάνι στο μέτωπο
πολύφημος
του απέραντου και του ελάχιστου
και το ευτυχισμένο παιδί κρατιέται από το μίσχο της μοιραίας συνάντησης με το χρόνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου