κι η ώρα των ταξιδιάρικων πουλιών,
κι οι άξαφνες οι ανάσες, οι μισές,
που ευκολοκατελούν τις φυλλωσιές.
Στο άφραχτο χαμοκάλυβο μπροστά,
λουλούδια εσυγκομίζαν σωριαστά,
λουλούδια σωρευτά, λογής-λογής,
χυμένα από πανέρια κατά γης.
Ψυχή σιμά μου. Μόνο στην αυλή
περιδιάβαζε αργή περπατησιά
και την τύλιγε η άκρα μοναξιά.
Κι έτσι ήθελα η θωριά τους μοναχή
ν' αφήσω να μου πιει απ' την ψυχή...
Μα οι μνήμες αναζήσανε σ' αυτά
τα λουλούδια τα χρωματιστά...
μελίσσι όλα προστρέξαν στη στιγμή,
σα να 'ταν μαγεμένα απ' τον Καιρό,
καθόταν στα λουλούδια, ένα σωρό.
Του περβολιού το κέντημα σπαρτό
πίκρα και συννεφιά έγινε μεστό,
κι έγιναν τα κοτσάνια του σκληρές
μύτες, καρφιά, πληγές αιματηρές.
βγήκε η θλίψη, ακόμα μια φορά.
Κι εστάθηκαν, μακρότατη γραμμή,
θλιμμένα ρόδα διάφανοι καημοί.
Μα ας είναι, όταν, στον κάμπο το βαθύ,
βουρκώσει αστραποβρόχι και χυθεί,
κι όταν οι ανέμοι κλάψουνε γοερά,
ποιος θα μου κλέψει τότε απ' τη χαρά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου