λύπη κατεβαίνει από τα δέντρα πίκρας αλαλία και σιωπή
ο θάνατος μνήμων πάντοτε κι από του τάφου την οπή
τραγούδια τάχα, νεράκι ευχής, ξανθά σγουρόμαλλα δώρα.
Μάτια μέσα στ’ αόρατα δάκρυα αίμα αθέατο κι όμως ποτάμι
σφάζουν ήλιους καθώς στο μαχαίρι τελειώνουν τα πρόβατα
σκοτάδια μαύρα δηλαδή κι ο σπινθήρας-χλιμίντρισμα δεν απαντά
στο πρόβλημα, δεν το ραγίζει∙ να σκάσουν γαρίφαλα πρωτοετή και γάμοι
απελπισμένοι στους αιώνες. Κι εγώ (σαν κάτι να μου κλείνει το στόμα)
με τους νεκρούς είμαι λοιπόν; Χνούδια, λένε και μικρά πουλιά
σαλεύουν στον ύπνο – ζεις δεν ζεις όπως τ’ ανοιξιάτικα ζουμπούλια.
Αν τίποτε δεν ειπώθηκε ακριβώς (αέρας, νερό, φωτιά, χώμα)
ας πούμε πάλι τάξη την βραδυπορούσα (μήπως) καλία των ημερών –
Αρματολέ, δυσεύρετε Γρηγόριε Σταυρίδη, απόκοσμος εδώ και παρών!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου