Ατάκες (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Πόσο σου πήγαιν' η βροχή
κείνο το βράδυ του Γενάρη
κι έλεγες μέσα στην βοή:
"Κανένα μέλλον δεν μπορεί
αυτό που ζούμε να μας πάρει"
Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες
Πόσο σου πήγαινε το φως
κείνο το χάραμα του τρόμου
κι έμοιαζες μες στα γέλια σου
και στα χρυσά κουρέλια σου
φευγάτη Παναγιά του δρόμου
Τώρα ποζάρεις στο γυαλί
σαν θεατρίνα στη σκηνή
τι να σου λέω για το χθες
για τις καμένες μας Ιθάκες
εσύ γυρεύεις παρτενέρ
για να σου δίνει τις ατάκες
για μια Ντολόρες (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Στις ανθισμένες κορυφές
ζήτησες τη ζωή σου
στ' άστρα της γης και τ' ουρανού
το φως του παραδείσου
χαράζει η μέρα σαν γυαλί
στην κόψη κόβεις βόλτες
παρέα με λαθρόβιους
πότες και μηχανόβιους
παράταιρους ιππότες
Στου αιώνα την παράγκα
στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα
με βρισιές και προσευχές
και της μάνας τις ευχές
Στου αιώνα την παράγκα
στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα
στα κρυφά και ταπεινά
ψάξε τα παντοτινά
Για μια Ντολόρες χάραξες
το δέρμα σου μια νύχτα
και το κορμί σου κάρφωσες
στου φεγγαριού την πίστα
Μ' άφιλτρο τώρα κι αλκοόλ
τσακίζεις τη φωνή σου
ληστής, Πιλάτος και Χριστός
εκεί που στάζει ο Θεός
θ' απλώσεις τη ζωή σου
Λούνα Παρκ (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Η πόλη άναψε τα φώτα της και φεύγει
μ' ένα τρενάκι λούνα παρκ στο πουθενά,
σαν το κορμί σου που απ' τα χέρια μου ξεφεύγει
κι αναζητάει σε ξένα χέρια την χαρά.
Τα μάτια σου έκλεισες και μ' άφησες απ' έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δεν με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.
Μεταμορφώνεσαι σαν μέδουσα στους δρόμους
κι εγώ τα χίλια πρόσωπα σου ακολουθώ,
στου έρωτά σου υποτάσσομαι τους νόμους
και λίγα ψίχουλα μονάχα σου ζητώ.
Τα μάτια σου έκλεισες και μ' άφησες απ' έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δεν με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.
Μια παλιά φωτογραφία (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Με το καράβι Αχαριστία
μια μέρα κρύα σαλπάρισες,
κι απ' τα προσωπικά σου δώρα
εκτός από βροχή και μπόρα
ένα μονάχα μ' άφησες.
Μια παλιά φωτογραφία,
αγκαλιά στη θάλασσα.
Χτες την έκανα κομμάτια
να μη βλέπουνε τα μάτια
πόσα χρόνια χάλασα.
Όσες φορές μ' έχεις φιλήσει
τόσες φορές σταυρώθηκα,
κι αυτό που απ' όλα τώρα μένει
είναι μια κάμαρα θλιμμένη
που κάποτε σου δόθηκα.
Πάντα Γελαστοί (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι
θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι
σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ' το χάρτη
για μια σταγόνα ουρανό για μιαν αγάπη σκάρτη
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι
Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα - Σαλονίκη
μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι
έπεσα να σ' ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα
κι είδα πως βγάζει η νύχτα φως και τ' όστρακο πορφύρα
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί
πάντα γελαστοί και γελασμένοι
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Ξημερώνει στο γαλάζιο σου το στρώμα
λιώμα ξύπνησα μα σ' αγαπώ ακόμα
στάξε εύθυμο φαρμάκι για το γλέντι
με μισή μεζούρα τζιν και λίγο αψέντι
Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
Θέλω σήμερα παιχνίδι με το Χάρο
στο καζίνο της καρδιάς σου να ρεστάρω
να ενωθώ μ' όλης της γης τα κατακάθια
να γευτώ όλα τα ρόδα και τ' αγκάθια
Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία
Ρόζα (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
και συ μου λες μας περιμένει η μπόρα
και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό
Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
μα τα κελιά μας είναι χωριστά
σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά
Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
φωνή εντόμου τώρα ειν' η φωνή μου
φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι
πώς σ' έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
και γω μέσ' στην ομίχλη και τη μπόρα
κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
Σαν πλανόδιο τσίρκο(στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα
σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δεν σε ρώτησα
τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω
τη φωνή σου ακούω μα τι λες δεν σε πιάνω
Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε
Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ ʼλλαν Πόε
Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου
Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου
Μια φορά μου γεννούσες ένα πάθος παράφορο
τώρα παίζεις παιχνίδι που μ' αφήνει αδιάφορο
δεν κερδίζω δε χάνω σ' αγαπώ και σ' αρνιέμαι
κι από ένα κλαράκι του γκρεμού σου κρατιέμαι
Τα πλοία των Ερώτων (στίχοι Άλκης Αλκαίος)
Όταν ο άνεμος φυσά
κι οι άνθρωποι σωπαίνουν
κάτι σκιές με προσκαλούν
στις έρημες μαρίνες
τα πλοία των ερώτων μας
μου δείχνουν που πεθαίνουν
και τριγυρνούν στην πλώρη τους
νεράιδες και σειρήνες
Πάνω στον πάγκο ενός καφέ
τα βρόχινα τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν
και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ
κοιτώντας τα κατάρτια
η δύση κι η ανατολή
έχουν το ίδιο αίμα
Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα
μα κάποιος γέρος ναυτικός
μας είχε πει θυμάμαι
πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα
Τρικάταρτο η αγάπη σου
και ο καιρός αρμύρα
μια Κυριακή σ΄αντίκρισα
και μού΄κλεψες το φως μου
ό,τι με πνίγει ν΄αγαπώ
είν΄η δική μου μοίρα
καλά ταξίδια,μάτια μου,
στις θάλασσες του κόσμου ...
θα κόψω το κεφάλι σου (στίχοι Γεώργιος Κακουλίδης)
Τα μάτια που περίμενα ετούτο το βραδάκι,
γίναν ψυχές και γλύφουνε τ' αυτιά μου σαν σκυλιά
με βγάζουν απ' το δρόμο μου και μέσα στο σκοτάδι,
ένα μαχαίρι αφήνουνε στα χέρια μου απαλά.
Κυρία εσύ που έρχεσαι σε με, τον πεθαμένο,
και βλέπεις μέσα μου όσα εγώ αγνοώ,
το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,
θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ,
το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,
θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ.
Κόσμε μού γινες πληγή (στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου)
Στην αλυσίδα τη βαριά
θα ψάξω εγώ παρηγοριά
γιατί και τούτη τη ζωή
τι να την κάνω.
Στην παγωνιά της φυλακής
να βρεις καρδιά να κρατηθείς
που πας στ' αγκάθια κι αγαπάς
κι όλο σε χάνω.
Κόσμε μου 'γινες πληγή
κι είναι το γρήγορο π 'αργεί
που μ 'ορμήνεψε να πιω και να μεθύσω
για να παρηγορηθώ
μη τυχόν και λυπηθώ
την κακούργα την αγάπη της
να σβήσω
κι ας χαθώ.
Στη συννεφιά του Γολγοθά
σ' ένα σταυρό που με μεθά
θα γίνει η σκέψη σου καρφί
να με καρφώνει.
Και ξημερώματα Μαγιού
θα λάβεις μάνα ενός σου γιου
τ' άσπρο πουκάμισο
το μαύρο παντελόνι.
ο Άγγελος (Κώστας Λαχάς)
Στην πλατεία του Αγίου Βαρδαρίου
σαν αρχαία τραγωδία οι φαντάροι
περιμένουν Λαγκαδά - Μοναστηρίου
κι ανεβαίνουνε μετά για Καφαντάρη.
Περπατώ πάνω στα Κάστρα
μέσα στο βαθύ σκοτάδι
ουρανός με δίχως άστρα
δρομολόγια του Άδη.
Παραδίπλα Αφροδίτης και Ταντάλου
ένας άγγελος φευγάτος για τ' αλλού
πώς να μιλήσεις για τα βάσανα του άλλου
πώς να μπαλώσεις μία τρύπια κουρελού.
ο τυμβωρύχος (Κώστας Λαχάς)
Τα λόγια μου της νύχτας μετανάστες
σε δρομολόγια χωρίς επιστροφή
άσ' τις πλατείες να βογκούν σου λέω άστες
ίσως με βρεις μες στην επόμενη στροφή
Στενεύουν τα περάσματα
οι φίλοι μου φαντάσματα
κι η πόλη μοιάζει γενικώς
τάφος οικογενειακός
Ένας Στρυμόνας και βουλιάζω στα νερά
όπως ψαράς μέσα στη λάσπη της Κερκίνης
οιωνοσκόπος με σημάδια φανερά
χάθηκα πάλι μες στο πρόσωπο εκείνης
Στενεύουν τα περάσματα
οι φίλοι μου φαντάσματα
κι η πόλη μοιάζει γενικώς
τάφος οικογενειακός
Ματώνει στα Κυβέλεια η οθόνη
κι εγώ ρεμβάζω σε πεδία αχανή
στο Μιραμάρε κολυμπούσες πάντα μόνη
και ο Ματθαίος έχει χρόνια να φανεί
Στενεύουν τα περάσματα
οι φίλοι μου φαντάσματα
κι η πόλη μοιάζει γενικώς
τάφος οικογενειακός
Δημώδες (Κώστας Λαχάς)
Πάλι εξόριστος και χάνομαι στην πόλη
ένας ακτήμονας της νύχτας μοναχός
ναυαγισμένος Τειρεσίας σε φορμόλη
σφάζουν κριάρια και σηκώνεται αχός
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Πέφτουν τα οδοφράγματα κι η νύχτα Ιανός
πίσω από σπασμένες διαθλάσεις
ένας καθρέφτης και γελά ο ουρανός
κι ο Ιωνάς μέσα στο κήτος της θαλάσσης
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Άλωνα μπίρομ Σάλωνα, Εκβάτανα και Σούσα
στο βάθος τα Πετράλωνα, η Άρτα και η Προύσσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου