ἡ πρώτη ἀχτίδα ποῦ σημείωσε τὴν γραμμὴ ἐκκίνησης πάνω στὸ χῶμα μου; Λίγο ψηλότερα καὶ κάθετος
τέντωσες τὴν ἀγκαλιά μου κι ἔσχισες τὴν καρδιὰ νὰ χωρέσεις τὸν κόσμο σου μέσα μου, μὰ ἦταν ἡ ἐξορία μου.
Καὶ δανείστηκα λίγο ρυάκι καὶ λίγο δάσος, μιὰ χούφτα γρασίδι καὶ ἕνα ἔντομο ποὺ τὸ ζζζ του
ἦταν ἡ μουσική μου στὴν ἔρημο. Ἐξόριστος μέσα μου κι ἄγνωστος ἔξω μου. Μὰ τὸ τραγούδι σου
πάντα λίγο πιὸ πάνω μέσα στὰ μάτια μου. Δὲν ξέρω τί μὲ γεννάει μὰ εἶσαι ἐκεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή.
Δὲν σὲ προφταίνω καὶ χάνετε ὁ ἔρωτας. Μένουν στὰ χείλη τὰ γράμματα καὶ μιὰ γεύση πικρίας νὰ λέει:
«Ἔ καὶ ρω καὶ τας». «Ἔ καὶ ρω καὶ τας». «Ἔ καὶ ρω καὶ τας».
Καὶ συνέχισε μὲ ἄλλη γεύση νηφάλια μὰ εἴμουν ἐγὼ ἡ συνέχεια. Κι ἡ συνέχεια ἔγινε ὄνειρο,
σὰν μία γυναίκα ποὺ στὴν τρίτη της ἔκτρωση ἔμεινε στείρα. Καὶ εἴμουν ἐγὼ ἡ συνέχεια
μὰ δὲν εἶχα πιὰ γεύση νηφάλια ἀλλὰ γέμισα φόβο ἀπ᾿ τὴ γυναίκα τῆς ἔκτρωσης.
Κι ἄξαφνα ἄστραψε ἡ σωτήρια ἰδέα, νὰ βρῶ μιὰ φλέβα χρυσοῦ πάνω στὸ σῶμα μου.
Πέρασε πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ ἐξάντλησα τὴν τελευταία, κι ἐσὺ ποὺ εἶσαι πάντα
πρὶν ἀπὸ ἐμένα ἐκεῖ, σώπασες καὶ ντύθηκες μ᾿ ἕνα ὀμιχλῶδες σεντόνι.
Ἄκου ὅμως: Θὰ κρατήσουμε κρυφὴ τὴν φλέβα χρυσοῦ ὅταν τὴ βροῦμε γιὰ νὰ μιλήσουμε
πρῶτα οἱ δυό μας στὴ γλώσσα τοῦ πυρετοῦ τῆς σιωπῆς. Ἄκου: Τὴν θέλω ὅλη δική μου, νὰ ταξιδέψω
στὰ τελευταῖα βασίλεια πάνω στὸ σῶμα. Ἄκου κι αὐτό: Θέλω νὰ γλεντήσω τὰ γράμματα
νὰ χορέψω τὴ γλώσσα καὶ κάτω ἀπὸ φεγγάρι ὁλόγιομο νὰ ἐρωτευτῶ τὴν παρθένα Ἀλφαβήτα,
τὴν πανέμορφη τούτη ἀρχόντισσα. Μόνο αὐτὴ ξέρει τὴν τέχνη νὰ ἰσιώνει τοὺς δρόμους ποὺ ὁδηγοῦν
μεσ᾿ τὰ μάτια μου. Κι ὅταν ἀγγίξω τ᾿ ἀθώα μαλλάκια της, θὰ τὴν ἁπλώσω σὲ μιὰ χώρα γνώριμη
πάνω στὸ σῶμα μου. Θὰ πλαγιάσω μαζί της κι ὅταν γίνουν τὰ κορμιὰ ἕνα, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἥλιός μας.
Ἄκου πόση γλυκύτητα ἔχουν οἱ ἦχοι της! Δὲν κάνουν ἕνα ἰδιαίτερο κλίνγκ; Κι ὅμως
τούτη εἶναι ἡ πρώτη ἀρχόντισσα, καὶ τὴ θέλω μόνο δική μου. Ἀφοσιωμένη καὶ παιγχνιδιάρα,
μόνο δική μου. Ἄκου: Μόνο δική μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου