το χάραμα
Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο
κι απ' όπου χαράζει έως όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν
τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.
Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει
αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει:
"Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ".
Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και μαύρα, σαν ίσκιους ονείρου.
Λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη
και βρίσκει σπειράκι και μάνα φθονεί.
Γρικούν να ταράζει του εχθρού τον αέρα
μιαν άλλη, που μοιάζει τ' αντίλαλου πέρα
και ξάφνου πετιέται με τρόμου λαλιά
πολύ ώρα γρικιέται κι ο κόσμος βροντά.
Αμέριμνον όντας τ' αράπη το στόμα
σφυρίζει, περνώντας στου Μάρκου το χώμα.
Διαβαίνει κι' αγάλι ξαπλώνετ' εκεί,
που εβγήκ' η μεγάλη του Μπάιρον ψυχή.
Προβαίνει και κράζει
τα έθνη σκιασμένα.
Και ω πείνα και φρίκη!
Δεν σκούζει σκυλί!
Και η μέρα προβαίνει,
τα νέφια συντρίβει.
Να, η νύχτα που βγαίνει
κι αστέρι δεν κρύβει.
Άκρα του τάφου σιωπή
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γώ στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".
Παλικαρά και Μορφονιέ
Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος,
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλικαρά και μορφονιέ, γειά σου, καλέ χαρά σου!
Άκου! Νησιά, στεριές της γης, έμαθαν τ' όνομά σου.
Εδώ 'ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
πριν όλοι χάσουν τη ζωή κι εγ' όλη τη πνοή μου.
Να μείνεις χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι,
η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.
Κοίταξα γρήγορα, γοργά αχ πού 'ν ο δοξασμένος
γύρω σαΐτεψα ματιές αχ πού 'ν ο παινεμένος.
Θύρες ανοίξτ' ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.
Βαρώντας γύρου ολόγυρα
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανής πετιέται
και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
τ' αράθυμο, το δυνατό κι όλο ψυχές γιομάτο,
βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα.
Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν' άστρο,
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Ο γιός σου κρίνος με δροσιά
Τόσ' άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας,
ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
Ο γιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.
Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.
Παράπονο χαμός καιρού σ' ότι κανείς κι αν χάσει.
η θέλησή μου βράχος
Πάλι μου ξίπασε τ' αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ' άστρο της νυχτός και τ' άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ' ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ' αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ', εδέχθ' η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
όπου 'ν' ερμιά και σκοτεινιά
Φως που πατεί χαρούμενο τον ʼδη και το χάρο
όπου 'ν' ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι,
στο δρόμο επαίζαν τα παιδιά και τραγουδούσε η κόρη
στον όμορφο κι ατάραχο ελευθεριάς αέρα
με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι ωραία
και με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Στα μάτια και στο πρόσωπο
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ' οι στοχασμοί τους.
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους,
αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν.
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκιά κι ελεύθερ' η ψυχή σα να 'τανε βγαλμένη
κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
Μια χούφτα χώμα ( Επάψαν τα φιλιά στη γη )
Επάψαν τα φιλιά στη γη!
Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ' εκείνο.
Ιδού, σεισμός και βροντισμός κι εβάστουναν ακόμα,
που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα
κι εσχίσθη αμέσως κι έβαλε στης μάνας τα ποδάρια
τα λίγα απομεινάρια.
Τ' απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
τα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
οι γυναίκες
Οι γυναίκες απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά,
μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει,
αλλά μία άλλη της είπε:
«Όχι, παιδί μου, άφησε να μπει η μυρωδιά από τα φαγητά, είναι χρεία να συνηθίσουμε.
Mεγάλο πράμα η υπομονή!
Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»
Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων
εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο.
Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει;»
Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της
κι άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι
και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.
Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ όνειρό της
κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα
κι ότι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους.
Kαι μία είπε:
«Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι,
ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς,
εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου
κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή
και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας».
Kαι μία δεύτερη είπε:
«Eγώ ’δα δάφνες κι εγώ φως
κι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της».
Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε:
«Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα».
Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει.
Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά αυτές είναι μεγαλόψυχες
κι ας λένε ότι μαθαίνουν από μας δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν
να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία.
Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.
Μητέρα μεγαλόψυχη
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα να σε ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ' αθάνατα ποδάρια.
Κοίτα, με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ' όλα τα κάλλη πώχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα.
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου
κι ευθύς εγώ του Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα 'χ' η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Για κοίτα 'κει χάσμα σεισμού
Για κοίτα 'κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα
και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα.
Λουλούδια μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι,
άσπρα, γαλάζια, κόκκινα και κρύβουνε τη χλόη.
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος
Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
δεν τους βαραίν' ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους
δεν τους βαραίν' ο πόλεμος κι εμπόδισμα δεν είναι
στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε
κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης
κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε.
Αραπιάς Άτι
Έργα και λόγια, στοχασμοί, στέκομαι και κοιτάζω,
λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι
κι άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με τον Χάρο.
Μες τα χαράματα συχνά και μες τα μεσημέρια
και σα θολώσουν τα νερά και τ' άστρα σα πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
"Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' ʼγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι.
Κι αλιά! Σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν,
αθάνατη 'σαι που ποτέ βροντή δεν ησυχάζεις;"
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα 'π' ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε
και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και 'κείνο τη φωνή του:
"Ψαρού, τ' αγκίστρι π' άφησες αλλού να ρίξεις άμε".
Μες τα χαράματα συχνά και μες τα μεσημέρια
κι όταν θολώσουν τα νερά κι όταν πληθύνουν τ' άστρα,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π' απίθωσε στ' αγκίστρι τη ζωή του,
το πέταξε, τ' αστόχησε και περιτριγυρνώντας:
"Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ' ʼγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι".
Πειρασμός
ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς
την ανυπομονησία να πάρουν την χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους
τον πόνο ότι θα την χάσουν. Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται με χίλιες γλώσσες κραίνει:
Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει.
Έστησ' ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
κ' η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα
και μες τη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους,
ανάκουστος κηλαηδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κ' η ζωή σ' ΄γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
ακίνητ' όπου κι αν ιδείς και κάτασπρ' ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
πούχ' ευωδίσει τς' ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες.
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π'ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Αηδονολάλειε στήθος μου
ΠΡΟΛΟΓΙΖΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ
Εις το ποίημα, ένα απ' τα σημαντικότερα πρόσωπα ήταν μία κόρη ορφανή
την οποίαν οι άλλες πλέον ηλικιωμένες γυναίκες είχαν αναθρέψει και την αγαπούσαν
όλες ως θυγατέρα τους.Η νέα ενθουσιασμένη στρέφεται νοερώς προς τον άγγελο
τον οποίον είδε στο όνειρό της να της προσφέρει τα φτερά του. Γυρίζει έπειτα
προς τες γυναίκες να τους ειπεί ότι αυτή τα θέλει τα φτερά πραγματικώς,
αλλ' όχι για να φύγει, αλλά για να τα κρατεί κλεισμένα εκεί κοντά τους
και να περιμένει μαζί τους την ώρα του θανάτου.
Άγγελε, μόνον στ' όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα
τα θέλω 'γω, να τάχω 'γω, να τα κρατώ κλεισμένα.
Εδώ π' αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες
αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει.
Με σας να πέσω στο σπαθί κι άμποτε νάμαι πρώτη!
Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο.
Και στη θωριά του, είν' όμορφο το φως και μαγεμένο!
Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, χωρίς ματιά να δώσω.
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν
κι όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Έξοδος - Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π' άναψαν και θλιβερά τη θρέψαν
μ' αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.
Και 'γγίζ' η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα στάχτη να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Είν' έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου