κλείνοντας μὲ ἐλαφριὰ ἡδονὴ τὰ βλέφαρα στὸν βαθυστόχαστο κατακτητὴ ποὺ τὶς ψυχὲς τῶν
πρωινῶν ἤχων στὰ χείλη μᾶς κούρσευε, ἀφήνοντας πίσω τὰ λάφυρα μίας διατονης πορείας
γεμάτης μὲ τὸ νίκος ὅλων τῶν φόβων.
Βιαστηκᾶ, μὲ λίγη ἀγωνία, θελήσαμε νὰ ἀγνοήσουμε τὴν παρθένα τῶν λέξεων ποὺ μάταια
προσπάθησε μὲ τὸ στεφάνι της νὰ ποτίσει τὰ βήματά μας στὴ μεταμόρφωση μίας νέας σιωπῆς.
Στὴν μεταμόρφωση τοῦ ξημερώματος τρεμόπαιζε ἡ φλόγα τῶν ματιῶν μας μὴ ἀντέχοντας
τὸ αἷμα της, στὴ θέα τῆς αὔρας ποὺ τὸ χειρόγραφο σφράγιζε.
Ὦ πύρινη ἀτάραχη θάλασσα στὶς ἐπιφάνειές σου ἄφησε μὲ γυμνὰ πέλματα νὰ περπατήσω, τὶς
ἀκτές σου νὰ γνωρίσω στὶς μεταμορφωμένες λάμψεις τῆς δικῆς σου σιωπῆς.
Τὴν ἀθωότητα νικήσαμε προσπερνώντας τὴν φοβία μίας παρουσίασης σὲ στάση προσοχῆς
στὴν παρθένα λάμψη τῆς ἔννοιας, ἢ νικηθήκαμε ἀπὸ ἕναν φόβο ἐμπρός σε μία παρθένα ἀλήθεια;
Μὲ ὑλικὰ ποὺ ἁπλόχερα δώρισαν οἱ ἀφανεῖς ἀγνοημένοι ἐκατασκευάσαμε τὶς ἅμαξές μας,
ἀμελώντας τὸ σχέδιο τῆς προσμονῆς τους, καὶ ἡ κούραση νάρκωσε τὶς ὀσφρήσεις μας, σχεδὸν
τὶς νέκρωσε, μὰ δὲν χάθηκαν οἱ ἐποχὲς ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν δώσαμε στὸν ἥλιο τὸν κύκλο του.
Μάρτυρας τῆς γυμνῆς ἄγνοιας, ἀνήμπορος τὴν διπλὴ δυσκολία κτῆμα νὰ κάνω καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ
τοῦ κέντρου της σὰν περιβολάρχης τοὺς πρώτους καρποὺς νὰ προσφέρω στὶς φτωχὲς πληγές μου,
ἀναζητῶ τὴν ἀλισίβα ἁλμύρα νὰ μαλακώσω τὸν ἄρτο ποὺ χθὲς μακρινοὶ ταξιδιῶτες θυσίασαν στὸ
μοναδικὸ δικαίωμα τῆς παντοδυναμίας τους. Στὴ θεραπεία τῆς ἀπαραίτητης φτώχειας ποὺ τὸν
χῶρο ἀρωματίζει τὸ ὑπέρλαμπρο σκορπισμένο στοὺς ἀγροὺς φόρεμα κρίνων.
Μὴν γελιόμαστε, ἐλπίδα εἶναι τὸ ψηλάφισμα τῶν χρωμάτων τοῦ ἀνθοῦ, καθὼς εὐχαριστώντας
τὸν ἥλιο ὑποκλίνει τὸ ὕψος τῆς λάμψης τῶν χρωμάτων του, πίστη εἶναι ἡ φροντίδα νὰ ὁδηγήσουμε
τὸν σπόρο νὰ χαμογελάσει ὁ ἀνθός του σὰν ἀντικρύσει τὸν ἥλιο, καὶ ἀγάπη εἶναι ὁ ἀρωματισμένος
γύρω του τόπος στὸ ἐκπληκτικὸ ἄνοιγμα τῆς νέας στιγμιαίας παρθένας διάρκειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου