στὶς πορφυρένιες ἀμμουδιὲς τῆς δειλινότητας ἁπλώναμε τῆς πλάσης τὸ ἀτέρμονο χάδι
ἔμελε στὴν ἀφάνειά μου νὰ ἀνθίσει μία νέα
ἄνοιξη τοῦ πόνου τὴν ἱερότητα.
Τὰ βήματά μας πότιζε μιὰ διάφανη δίψα. Τὸ θαῦμα ξημέρωνε σὰν ἀντίκριζα
ἀπὸ τὴν βορρινὴ βουνοκορφὴ τῶν σκέψεών μου τὴν λευκὴ κορδέλα ποὺ ἔδενες
τὰ μαλλιά σου καὶ πλημμύριζε στοὺς ἀνέμους ἐξωτικὲς φωταυγὲς πλάθοντας
στὴν κρυφὴ ἀποστολὴ τῆς καρδιᾶς μου τὴν ἱερὴ βεβαιότητα τοῦ προσκυνητῆ.
Τὴν ὡραία χειραγωγήτρια. Τὴν κρυφὴ μυσταγωγὸ τῆς πτώχευσης ποὺ ποθεῖ
τὴν ἀπόλυτη χειραφέτηση ἀπ᾿ ὅλες τὶς νίκες. Ποὺ πόθησε τὴν διαφάνεια ὅλων
τῶν ἐλευθεριῶν γιὰ νὰ πετύχει τὸν ὑψηλότερο ἔρωτα τοῦ αἰώνιου ποθητοῦ της.
Τὴν φυγάδευση καὶ τοῦ τελευταίου πόνου ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἥλιου.
Τὸν ἐξοστρακισμὸ κάθε μὰ καὶ πιθανοῦ ἐφιάλτη τῆς ἀνθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου