Κοντὰ στὸν ἄξονά τους – μιὰ νύχτα, μιὰ νύχτα γιομάτη – ἀνοίξαμε,
κάτου ἀπὸ τὴ σκιὰ διπλωμένων πανιῶν, τὰ μαῦρα πέπλα τῆς χαρᾶς μας.
Κι ἀντὶς ἀπὸ γέλοια κι ἀντὶς ἀπὸ δάκρυα – δὲν εἴχαμε καιρὸ γιὰ τέτοιες ἐκδηλώσεις –
κλείσαμε τὰ ὁλάνοιχτα μάτια μας, ἀνοίξαμε τὰ σφραγισμένα μας χείλια.
Διπλασιάστηκε ἡ νύχτα καὶ μᾶς κατάπιε.
Ποτισμένη ἀπὸ μαῦρα φιλιά, φάνηκε ἄσπρη.
Σφιχτοδεμένοι, τὸν κόσμον ὅλο εἴδαμε ἀλλιῶς
– καὶ στὸ ἄγγιγμα τῶν δοντιῶν δυὸ στομάτων ἔτριξε ἡδονικὰ ὁ σκελετὸς τὴν ἀπόκρισή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου