Μίαν πρωίαν προ τριών ετών, ήτο τας παραμονάς των Χριστουγέννων, η κυρα-Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή γυναικάρα πενηνταοκτώ ετών, είχε σηκωθή να πάγει να επισκεφθεί την νοννάν της εις τα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλην αυλήν, εις μίαν άκρην της πόλεως, όπου έτρεφε γίδες και προβατίνες και κόττες και φραγκόκοττες και περιστέρια.
Το γάλα το επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ' αυγά προς 15 λεπτά το εν, την Σαρακοστήν.
Αυτή, αν ωρέγετο να φάγει αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίσει. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!
Την πρωίαν εκείνην είχε σηκωθεί με απόφασιν να πάγει να επισκεφθεί την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύσει κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα; Ηξευρεν ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα εφιλοτιμείτο να της πληρώσει καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά είχε, και τα εύρε δεκατέσσαρα.
«Να τους τα πάη όλα; Εχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μιά πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (εμέτρησεν επί των δακτύλων), δυό και δέκα. Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο νοννός, διά το πεσκέσι της.
» Να τους τα πάει τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;... Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα... Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μιά και 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα.
»Ας τους τα πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο. Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της, και ρέστα δεν θα καταδεχθεί να πάρει, και πού να έχει αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάει.»
Τα ετύλιξεν εις λευκόν, καθαρόν μανδήλιον, κι' εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ' ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθεί ακριβώς την ώραν του γεύματος.
Η κυρα-Πράπω επέτυχε με το παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίσει εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά να χορτάσει από τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ' είχε προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ τής είχεν ανοίξει την όρεξιν.
Αφού έκαμε διαφόρους ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή, και παρεπονέθη διά τους πόδας της... ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώσει το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια, και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.
***
Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της, τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθεί πολύ και δεν έκρινεν επάναγκες ν' ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή.
Επέρασεν από εν εξοχικόν σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά, εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.
Είκοσι βήματα πριν φθάσει εις την οικίαν της, την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι οπού έκλαιε μεμονωμένον.
- Τι έχεις, παιδί μου;
Το παιδίον εψέλλισε ζητούν την μητέρα στο σπίτι.
- Τίνος είσαι, μικρό μου;
Το παιδίον δεν ήξευρε να πει τίνος ήτον.
- Πώς την λένε την μάννα σου;
- Μαμά.
- Και τον πατέρα σου;
- Μπαμπά.
Η κυρα-Πράπω ήτο εις αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ' ολίγα λεπτά, εφώναξε με την οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώσει, και εις ταύτην ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν καμμία εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.
Πολλαί το εκοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμία δεν έτυχε να το γνωρίζη.
***
Κατά τύχην, ως σύνηθες εις τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ' εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν. Η κυρα-Πράπω με είδε και με έκραξεν:
- Έλα... εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέγει.
Μου ενθύμισεν αμέσως ότι προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθεί έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά να μερώσει. Ότι κατ' ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να παρουσιασθεί η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το συμμαζεύσει.
Έσκυψα και εκοίταξα το παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.
- Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.
***
Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι' έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς έκαμνε... τον άγγελον της εστίας.
Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας.
Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού. Ήτο μία χαρά να βλέπει τις τον μαστρο-Δημήτρην να κρατεί εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρει από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγεί τα δύο παιδιά εις το πλησίον μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράσει λιαλιά-κοκκά να τα φιλεύσει.
Τα δύο παιδιά ήστραπτον από καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να κτίσει και ν' αποκτήσει (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου.
Και η φαμίλια του στο σπίτι έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου