τις φουσκωμένες φλέβες, τα οστά.
Κοίταγες τα ζουμερά κακάδια
στους αγκώνες, τα γόνατα.
Κοίταγες ένα όνειρο κακό,
το ʽδιωχνες με το χέρι.
Ποιος μοχθηρός καθρέφτης να το γέννησε,
γυρνούσες απʼ την άλλη.
Κοίταγες το ξένο σώμα
μέσʼ από τζάμια και σκιές.
Δεν ήταν οίκτος, περιέργεια,
μισούσες κι έβλεπες.
Ο ξένος που πατά
τη συντριμμένη νιότη.
Το σώμα που λυγά
στη νικηφόρα αθλιότητα.
Κοίταγες το ξένο σώμα
και ξερνούσες εαυτούς
κι απόμεινες χλωμός
κι απόμεινες μονάχος
κι ήταν το σώμα το δικό σου
Τύραννος
και το μυαλό σου πόναγε
κι ακόμα ξένο το ʽβλεπες το σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου