Όποτε 'ν ναν Χριστούγεννα, που πάω να ψουμνίσω,
τζιαι πιάννω δώρα των μωρών,
κάθε χρονιάν έτσι τζιαιρόν,
ο νους μου πάει πίσω....
Μες το μυαλόν μου έρκουνται, σιηλιάες αναμνήσεις,
πού 'μουν μωρόν τζιαι γέρασα,
τζιαι την ζωήν που πέρασα,
με σιήλιες δκυο στερήσεις.
Τζιαι προπαντός πού' μουν μιτσής, τζιαι πήαιννα σκολείον,
που δεν ένωσα την χαράν,
νάχω 'ναν δώρον μιαν φοράν,
τζιαι γιω να παίξω λλίον.
Π'άμαν εθώρουν γείτονες, να παίζουν με τα δώρα,
στην στράταν που εφκαίννασιν,
τα μμάδκια μου γεμώννασιν,
τζι' έκρουζα τζιειν την ώρα.
Τζιαι τους γονιούς μου έξερα, έρκετουν τους να σκάσουν,
μα μου λαλούσασιν κοφτά,
πως δεν είχασιν τα λεφτά,
να πα να μου γοράσουν.
Τζι' αφόξερα 'ν της μοίρας μου, αφού εν το γραφτόν μου,
να ζήσω με τη στέρησην,
με δίχως καθυστέρησην,
είπα στον εαυτόν μου.
Εσούνι πουν να παντρευτείς, τους γιούες τζιαι των κόρων,
να κάμεις όρκον ιερόν,
κάθε χρονιάν έτσι τζιαιρόν,
εν να τους κάμνεις δώρον.
Εμιάλινα παντρεύτηκα, τζιαι γόραζα στ' αλήθκεια,
για τα δικά μου τα μωρά,
έτσι γιορτές όπως τωρά,
έναν σωρόν παιχνίδκια.
Ελάλουν γόρασ' των μωρών, τζι' έδκιουν καμπόσιν λίραν,
προτού να μαραζώσουσιν,
γιατ' έξερα πως νιώθουσιν,
από δίκην μου πείραν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου