Ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας, ο αγαπημένος γιος του Ερμή
κατεβαίνοντας τα Ακροκεραύνια κάθισε σ’ ένα βράχο
στο ηλιόχαρο ακρογιάλι απέναντι από τη θάλασσα...
και χαίρονταν τα κύματα κοπάδι λατρεμένο.
Άρπαξε τη σύριγγα, το μαγεμένο του καλάμι,
το ‘βαλε στα χείλη και άρχισε να παίζει.
Άρχισαν να τρέχουν οι γλυκοί ήχοι ουράνιες φωτοβόλες λάμψεις.
Το πέλαγος άρχισε να χορεύει μπροστά στα πόδια του τριχοτόμαρου
Ιόνιο πέλαγος αβλέμονα καταγάλανο, κρυστάλλινο σαν δάκρυ.
Χόρευαν τα πυκνόφυλλα δέντρα και η Ηχώ ζωντάνευε
τα τρομερά φαράγγια.
Λίγο πιο πέρα κοιμόνταν οι νεκροί μαχητές της χτεσινής μάχης.
Άρχισαν κι εκείνοι να ξυπνούν από του αυλού το πνεύμα
και να χορεύουν καμαρωτά ποδοβολώντας τον αιθέρα.
Άφησε τότε ο ανοιχτόκαρδος Πάνας τη λυγερή φλογέρα
και μπήκε στο χορό τους,
χτυπώντας δυνατά τη γης φώναζε μεθυσμένος:
«Χάονες, ο Χάονες βέλη και τόξα φέρτε μου,
γιατί το αγάπησα πολύ το πολεμοχαρές σας πνεύμα,
Χάονες, ο Χάονες…».
Από τη συλλογή: «ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου