«Είμαι ευτυχισμένη» είπε εκείνη κοιτάζοντας τις φωτογραφίες
(κι ένα φιλί χαμόγελο όλο στο πρόσωπό της),
«και εγώ» της απάντησε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά
(κι ένα τραγούδι όλο όνειρο και εκείνος ταξιδιώτης)·
έκλεισαν το άλμπουμ του γάμου
και ύστερα βάλθηκαν να μετράνε τις ευχές
κι ύστερα κάνανε έρωτα.
Τους ξύπνησε ένα πρωινό με μούτρα ξινισμένα
το ακολούθησαν-δεν είχαν άλλη επιλογή-
«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» γωνιακό κατάστημα-διπλές βιτρίνες-
στην κεντρική οδό·
«κατάστημα υποδημάτων», είπε αυτός
«παιδικά ρούχα», απάντησε η γυναίκα
-κορώνα γράμματα-
Όχι, καλύτερα παιδικά ρούχα…
Ένα και ένα, δύο χρόνια και έξι μήνες.
Και πάλι «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ»…
Έδωσε το τελευταίο κέρμα
πήρε ένα πράσινο τριαντάφυλλο από το ανθοπωλείο δίπλα
και το έδωσε στη νύχτα που τον περίμενε στη γωνία
έπιασε με το χέρι τʼ αχαμνά του
να βεβαιωθεί για τον ανδρισμό του
και χάθηκε μέσα της.
Η γυναίκα πήγε κατά την άλλη μεριά που ξημέρωνε
κάθισε στο παγκάκι της λαϊκής
και έβγαλε στον πλειστηριασμό
τα στέφανα του γάμου τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου