Παρθένε, χαίρε και πάλιν ερώ
μακράν του Κόκκινου Στρατού ισόβιος
στο άλλον κόσμο ανάμεσα σε όστρακα και αστερίες
ανασκαλεύω το άχραντο κορμί σου.
Το παλαιοπωλείο του Ντον
και να με πνίγει
παιδί για τα θελήματα ο Μπομπ
στο τέλος άγιος
(με τη φρεσκάδα μιας μορφής σε αποσύνθεση
πλάι στο τζάμι)
κι ο δάσκαλος μαζί, Ουόλτερ Κόουλ.
Σκληραίνει το παιχνίδι και φοβάμαι.
Αΐντα, Ρανταμές και Άμνερις σε άλλο πλάνο
να ψάλλουν και ν’ ακούγονται στο βάθος:
εγνώρισας εν τοις λαοίς την δύναμίν σου
ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη
στο ανάκτορο της Μέμφιδας
σε πράξη πρώτη: την απειλή πολέμου.
«Δεν έφταιγα, και συ με καταδίκαζες»
δεν ήξερα τις εντολές
«στάκα», «κολόνα» και «σεβάλ» οι όροι
μονά-ζυγά, πουσέτ και μαύρα-κόκκινα
ήταν τα μόνα που αποστήθισα για χάρη σου.
Το πέρασμα του Άδη πια με σκίασε
οι υπόλοιποι νεκροί είναι παρόντες
σώσον και γνώσαι τας πληγάς του αύριο
αλίμονο σε ζωντανούς του τώρα.
–Τις ο Θεός, ο μέγας;
Τ’ άρωμά σου.
–Συ ο ποιών θαυμάσια;
Όχι, άλλος.
–Ήλιος αντί πυράς και Μωυσέως;
Δικαιοσύνη.
Γύρισα τρεις στροφές στο εαυτό μου
διψούσα και φοβόμουν μες τη νύχτα
ανάβανε φωτιές στις παραλίες
κι ευθύς να ξεπροβάλλει εκ της θαλάσσης
ερωτική ευτυχισμένη η μορφή σου
ολόλευκη Παρθένα με νυμφίο.
–Άτιμε Ούγκο, ανακράζω σε κι ορμάω
αρπάζω το σπαθί, πέρα η θήκη
ολόγυμνος με δίχως πανοπλία
(άσπρο σεντόνι μόνο ρούχο φαντασμάτων).
–Εάν μη ίδων εις τα χέρια αυτού τον τύπο
δε βάλω τη δεξιά μου στα πλευρά του
ουδέποτε πιστεύσω σας ή άλλον.
Δεν πρόφτασα ν’ αρθρώσω άλλη λέξη
ο Ούγκο καταφέρνει μια στο στέρνο
έπειτα τρεις κι πάλι εφτά με μίσος φορτισμένος.
–Πώς το τολμάς; δολοφονίες φαντασμάτων;
Φεύγω και τρέχω ο δειλός μέσα στη νύχτα.
Το γέλιο σου με κυνηγά και τρέμω
τι φόβος πέραν της ντροπής και της μωρίας.
Το ζοφερό της άγνοιας τέλος με προσμένει.
Είμαι νεκρός και πάλι αναστημένος
Μα φοβάμαι.
Πώς να το πω το πριν και το δοξάσθαι
στους αγγέλους
απ’ άγγελο να φεύγω πληγωμένος.
Κλείνω τα μάτια μα θυμάμαι τη μορφή σου
σε θέλω, σ’ ερωτεύομαι τα βράδια
Αγγίζω απαλά το ωραίο κορμί σου
Σε παίρνω τρυφερά μες στα σκοτάδια
Πώς να ’ναι τα ουρί του Παραδείσου;
Τόσο γλυκιά, κι ας με πονά η θύμησή σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου