με γλάρου οίκτο έγδερνε το τζάμι η βροχή.
Σαν χθες δεν θα ταν άραγε που σήκωνες αντάρα
σε πόνου αχαλίνωτο κ αβάστακτο κορμί.
Ξεπέζευαν τα δάκρια καθώς μονολογούσες
μια νύχτα που στην άγκυρα φουντάριζες σιωπή.
Στην ρότα που πια έσερνες δεν πέθαινες δεν ζούσες
σβηστό καραβοφάναρο σ ανέμων κουπαστή
Με στίγματα ανορθόγραφα και λέξεις κουρασμένες
την μάνα στο ανάθεμα σκορπούσες με ποτό.
Η ζάλη ελοχεύσιμη σ εικόνες μπερδεμένες
σου έγνεφε γυρνώντας σου το βλέμμα στο κενό.
Το μέτωπο ρυτίδωνε στα χείλη ισάλου η πλήξη
γυμνού φορούσε η ανάσα σου κολόνια πυρετου.
Απέριπτες περήφανα αυτά που χες βαπτίξει
καθώς στη βάρδια αμίλητη σε κοίταζε η μαιμού.
Λεπτό στιγμής παρέμεινες σ υπόγεια ξηρασίας
μιας νύχτας η ανάνηψη σε σκεύη ουρανου.
Τα κύμματα σου χάραξαν πειστήρια σκευωρίας
για χίλια χρόνια ένοχος,φονιάς υγρός του νου
Ο φάρος λύπες έπαιζε μα η πίπα σκονισμένη
οι γάτες στο κατάστρωμα φολιάζαν τον καπνό.
Αλήτη μου οι φόβοι σου μικροί μα γερασμένοι
μιας φάκας το υπόλειμα με θύτη τον εχθρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου