Αὐτὴ ποὺ ἐκοίταξε βαθιὰ
στὰ μάτια μου τὸ γκρίζο ἀντίο
τὴν ὥρα ποὺ ἔφριττε τὸ πλοῖο
σὲ μιὰν ἀκρογιαλιὰ ξανθιά,
μὲ βρῆκε ἀνάξιο καὶ δειλὸ
γιὰ τὸ περίφημο ὅραμά της.
Ἡ ἀγάπη μου ἤτανε σιμά της
νὰ γέρνω, νὰ μελαγχολῶ.
Γῆ πεθαμένη τὴν καλεῖ
στὸ σκοτεινὸ διαλογισμό της.
Θρηνεῖ, τοῦ ὀνείρου της δεσμώτις,
μιὰ βουλιαγμένη ἀνατολή.
Μὰ ἐκείνη εἶναι στὴν πλώρη ὀρθή,
σὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ εἶδε πιὸ πέρα
ἀπ’ τὸν τυφλὸ καὶ μαῦρο ἀγέρα
τὸν ἔρωτα τὸν πιὸ βαθύ.
Λυγάει κυκλώνας τὰ βουνὰ
τῶν ἄστρων ποὺ βογκοῦν σιμά της
κι αὐτὴ διαβάζει τὸ αἴνιγμά της
στὴν ἀστραπὴ ποὺ τὰ περνᾶ.
Δέεται στὰ ξάρτια ἀναμπλεγμένη
ἡ μυθικὴ κόμη· ἡ φωνὴ
σκίζει τὸ πέλαο, νὰ φανεῖ
τὸ φίλημα ποὺ ὅλο προσμένει.
Κι ὅταν πιὰ ἁπλώσει τὰ βαριὰ
χέρια στὴ νέα ποὺ γνέφει ἐλπίδα,
μιὰ χρυσαφένια καταιγίδα
θὰ τῆς ποντίσει τὴν καρδιά.
Κι ἐγώ, σκυφτὸς στὸ ἄφωνο βράδυ,
νὰ κλαίω γλυκὰ στὴ σκέψη αὐτή.
Πώς ἴσως μὲ συλλογιστεῖ
πρὶν μετρηθεῖ μὲ ταὸ σκοτάδι.
Ἀπὸ ταὴν συλλογὴ «Λυρικὰ τοπία» (1950)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου