Δὲ θὰ τὴν πῶ ρόδο ἢ αὐγή, κρίνο ἢ χαλάζι.
Ἦταν ὡραῖα σὰν λύπη σὲ ἀλλαξοκαιριά,
σὰ βλέμμα ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ ἀφέθηκε στὸ χέρι σου.
Πάντα κοιμότανε ὅταν τὴν ἀγκάλιαζα.
Μιὰ φορᾶ μόνο, ποὺ ἔπαιξαν τὰ μάτια της,
ἦταν γιὰ νὰ μοῦ πεῖ πὼς ταξιδεύει.
Ὅταν γελοῦσε, στὸ βαρὺ καλοκαίρι,
πάντα κοίταζε ἀλλοῦ. Κάποτε μοῦ ’φέρε
ἕνα πρόσωπο ἀλλιώτικο, ἀπ’ τὴν πρώτη ζωή μου.
Θὰ τὴ θυμοῦμαι ὡς τὸ στερνὸ βασίλεμα.
Ἔπειτα, ὅπως βαθιὰ θὰ μὲ κοιτάζει,
θὰ τὴν ξεχάσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου