τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε
-ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαυγίζουν σερπετά.
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι-
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει,-
όλους μας καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τι νά ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θά ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκής, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζει μέσα στις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη, ελπίδες ξαφνικές
Του πα σιγά: -«Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
-«Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στη Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τα αγαθά, που δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο και τον τραχή Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κι εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;
μαύροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μας θέλουν της θυσίας.
Ήρθε γι’ αυτούς, -για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσίας.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει,
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μου τα χωρίζει.
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες τα λιγνά χεράκια σου νυχτοήμερα δεμένη,
ώρες κοιτώντα χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες τ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!
θα κάνω απόψε, κι ας πονώ, της προδοσίας το κρίμα.
Και ξέρω, τι καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Τ’ ανθρώπου ο νους, στον άνεμο φωτιάς ουράνιας τρίμα,
πάνω στη ζάλη του θα πει: «Τον πρόδωσε για χρήμα»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου