...
Το πιο πολύ
μες στα βιβλία που εδιάβαζε
και μες στα παραμύθια που μεγάλωνε
της άρεσε ο χρόνος
έτσι γλυκά που επερνούσε
απάνω απ’ τους καιρούς
—θαρρώ πως ήταν η περπατησιά του—
όμως εμένανε
ατέλειωτη μου φάνηκε αυτή η ζωή
θα του ’λεγε
όπως θα βγαίνανε να περπατήσουν
δεν το ’πε
έτσι κι αλλιώς δε θα τον αναγνώριζε
γιατί οι περπατησιές
είχανε γίνει ίδιες των ανθρώπων τώρα
...
Τη νύχτα εκείνη πέθανε
έκανε μόνη την εγχείρηση
και κακοφόρμισε
δάκρυα σε πρόσωπο γυαλένιο
εκυλήσανε
και τα σκυλιά αφουγκράζονταν
ένα γύρω
τα απαλά ουρλιαχτά
που κατακλύζαν το κορμί
Κι απόψε
γύρω μονάχα σκύλοι
και ησυχία
που τη χαράζουνε
στιλέτα ναυτικά
Αύριο
όλα θα γίνουνε
ξανά
κανονικά
Αύριο όμως
...
Οι κινήσεις των χεριών της
επήρανε με τον καιρό
το σχήμα των προσώπων
που αγάπησε
Γι’ αυτό κι όσο μιλούσε
ή εσώπαινε
και όταν αγαπιόταν
ξεθάβανε από μέσα της
πανάρχαια κομμάτια
ακέραια
...
Το τελευταίο της τσιγάρο
το ’πνίξε μες στη χούφτα της
υστέρα φύσηξε τα πούπουλα
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και πέταξε η ψυχή της
...
Ένα πλυντήριο ζητούσε
«η ποιήτρια»
όμως δεν είχε τα λεφτά
έριξε τότε ένα άδειο σακούλι
στον ώμο και βρήκε ένα ποτάμι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου