Χριστός Ανέστη!
Κι επειδή συνήθως μαζί με το Πάσχα γιορτάζουμε και τον Αι- Γιώργη, κάθε τέτοια μέρα, η σκέψη μας γυρίζει σ’ εκείνο το παλικάρι του ’21, που τέτοιες μέρες, σε κάποια μεριά του Πειραιά, έχασε τη ζωή του, πολεμώντας για την λευτεριά της Αθήνας. Ήταν παραμονή του Αι- Γιώργη του 1827, η μέρα που ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, χτυπήθηκε θανάσιμα, στο Φάληρο.Μα πριν τον βρει εκείνη η θανατερή κι αναπάντεχη τουφεκιά στα λαγόνια, ήταν πολλά εκείνα τα άλλα, που τον είχαν πληγώσει κατάστηθα.
Είχε περάσει έναν ολόκληρο χειμώνα, μέσα στα χιόνια και τις βροχές, πάνω στα βουνά της Ρούμελης... να τον λιώνει ο πυρετός και η φυματίωση... να τον πνίγει πόνος για τον χαμό της γυναίκας του και η έγνοια για τα ορφανά παιδιά του που άφηνε πίσω του... Κι εκείνος... να τρέχει από χωριό σε χωριό κι από λημέρι σε λημέρι, για να ξεσηκώσει τους φοβισμένους ραγιάδες, να πολεμήσουν. Να δώσει κουράγιο στους Έλληνες, που έτρεμαν τα ασκέρια του Μουσταφά, κι ακόμη περισσότερο του Κιουταχή, που σάρωνε με φωτιά και λεπίδι τα πάντα!
Είχε περάσει αγώνες κι αγωνίες… Από την μια, να πολεμά με Τούρκους και Τουρκαλβανούς, με όσες δυνάμεις είχε μαζέψει. Από την άλλη, να πολεμά να συμφιλιώσει τους Έλληνες οπλαρχηγούς, που μόλις είχαν βγει από δύο αιματηρούς εμφύλιους,να μονοιάσουν μεταξύ τους και να κατέβουν μαζί του, για να πολεμήσουν για τη λευτεριά της Αθήνας… γιατί ο Άμιλτον είχε ειδοποιήσει: «Αν οι Έλληνες δεν κατάφερναν να ελευθερώσουν την Αθήνα, τότε το νέο Ελληνικό κράτος που ετοιμαζόταν, δεν θα την συμπεριλάμβανε στα όριά του.
Είχε καταφέρει να συγκεντρώσει την μεγαλύτερη στρατιά των Ελλήνων… 12.000 - 15.000 πολεμιστές, σε στρατόπεδα στο Κερατσίνι, στο Φάληρο, στην Ελευσίνα και στις 4 του Μάρτη του 1827, είχε κατατροπώσει τον ανίκητο Κιουταχή στα Ταμπούρια, στο Κερατσίνι. Τώρα, ετοιμαζόταν να δώσει το τελικό χτύπημα, για να ελευθερώσει οριστικά την Αθήνα, σε έναν αγώνα σημαντικό όσο τίποτε άλλο: Μέσα στην Ακρόπολη των Αθηνών έχουν κλειστεί οι τελευταίοι Έλληνες που την υπερασπίζονται κι ο Κιουταχής τους πολιορκεί! Πρέπει πάση θυσία, η Ακρόπολη να μείνει ελεύθερη και να διώξει την φοβερή στρατιά του Κιουταχή, για να συμπεριληφθεί τόσο η Αθήνα, όσο και ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα στο Νέο Ελληνικό Κράτος!
Οργανώνει το σχέδιο επίθεσης: Θα αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή, από στεριά και θάλασσα, για να τον αποδυναμώσει. Κι έπειτα, θα φτιάξει ταμπούρια για να οχυρωθεί και θα επιτεθεί ταυτόχρονα, από πολλά μέτωπα… και κυρίως από τον ελαιώνα του Βοτανικού, για να περικυκλώσει και να διασπάσει τις δυνάμεις των Τούρκων… Στέλνει γράμματα στους οπλαρχηγούς του Μοριά να στείλουν ενισχύσεις, την κρίσιμη αυτή ώρα!
Και πάνω που είχε καταφέρει όλα αυτά, πάνω που είχε καταστρώσει το σχέδιο για την επίθεση στην Αθήνα και είχε συμφωνήσει -πράγμα δύσκολο- με όλους τους Έλληνες οπλαρχηγούς… φτάνει από το Ναύπλιο, από την Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση, ένα γράμμα πιο πικρό και από θάνατο: Η κυβέρνηση που τον είχε διορίσει αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τώρα του αφαιρεί την αρχιστρατηγία και βάζει για αρχηγούς… δύο Άγγλους! Τον Κόχραν και τον Τσώρτς. Ίσως έτσι απαίτησαν οι ξένες δυνάμεις. Ίσως έτσι το μεθόδευσαν και οι Έλληνες εχθροί του, που τον φθονούσαν για τις νίκες του…
Πικραίνεται. Αυτή είναι η ανταμοιβή γι’ αυτόν, που λευτέρωσε βήμα-βήμα όλη τη Ρούμελη, από τα Άγραφα ως το Χαϊδάρι; Που έλαβε από την κυβέρνηση μόνο 130 στρατιώτες και τους έκανε 12.000 και 15.000; Υπήρξαν φορές, που τον κουβαλούσαν με το φορείο στις μάχες… σακατεμένο από τον πυρετό κι όμως ποτέ δεν παράτησε την πατρίδα! Αγανακτούν τα παλικάρια του για την αδικία. Κάποιοι οπλαρχηγοί, θυμωμένοι, τον συμβουλεύουν: Αφού τον αδικούν έτσι παράφορα, να παρατήσουν την Ακρόπολη και να κατεβούν να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο! Όμως οι Έλληνες που βρίσκονται πολιορκημένοι μέσα στο κάστρο της Ακρόπολης στέλνουν μήνυμα πως δεν αντέχουν άλλο. Ο Καραϊσκάκης… καταπίνει το παράπονό του κι απαντάει: «Δεν παρατάω εγώ την πατρίδα! Προέχει να λευτερωθεί η Ακρόπολη… κι ας γίνει άλλος αρχηγός!»
Κι έτσι, ήρθαν οι Άγγλοι, ο Κόχραν κι ο Τσώρτς με τα καράβια τους κι άραξαν στο Φάληρο. Αλλά, δεν είναι απλό, το να είναι οι ξένοι αρχηγοί… Τα παλικάρια που μάθανε να πολεμάνε πλάι στον στρατηγό τους, τον Καραϊσκάκη, δεν θέλουν άλλον αρχηγό εκτός από αυτόν! Αντιδρούν! Κι ακόμη, οι Άγγλοι δεν καταλαβαίνουν τον κλεφτοπόλεμο των Ελλήνων. Απαιτούν να αλλάξει το σχέδιο για την επίθεση στην Ακρόπολη. Απαιτούν ευθεία επίθεση!
Σακατεμένος από την αρρώστια του, ακόμη αγωνίζεται. Πολεμάει με τα παλικάρια του και διώχνουν και τους τελευταίους Τούρκους που είχαν κλειστεί στο παλιό μοναστήρι του Αι Σπυρίδωνα, στον Πειραιά, για να ενώσουν τα στρατόπεδα του Κερατσινίου και της Καστέλας.
Οι Άγγλοι στρατηγοί όμως είναι αλλιώς. Βιάζονται. Αποφασίζουν την κατά μέτωπο επίθεση, χωρίς να ακούνε κανέναν… Και κάθε τόσο φοβερίζουν, πως αν δεν γίνει εκείνο που διατάζουν, θα αποχωρήσουν! Ο Καραϊσκάκης πιέζεται… διαφωνεί στα σχέδια και στις απαιτήσεις τους.
«Θα μας χαλάσουν αυτοί οι Φράγκοι με την αβασταγιά τους», θα πει. «Πρέπει όμως να τους οικονομήσουμε, για να λευτερωθεί η πατρίδα!»
Ο Κολοκοτρώνης του στέλνει μήνυμα, να τους παρατήσει και να κατεβεί στην Πελοπόννησο. Εκείνος πάλι απαντά: «Θα μείνω εδώ, να πολεμήσω για την πατρίδα».
Ο πυρετός, ο βήχας κι η στενοχώρια τον έχουν διαλύσει. Και πάλι, όμως, δεν σταματάει! Πηγαίνει στο άλλο στρατόπεδο, στο Φάληρο, κι οργανώνει από εκεί την επίθεση στην Ακρόπολη, με όσο μεγαλύτερη ασφάλεια μπορεί… Ζητάει τουλάχιστον φτυάρια κι αξίνες για να φτιάξουν ταμπούρια. Ελάχιστα εργαλεία φτάνουν τελικά. Οι Άγγλοι δεν νοιάζονται για ταμπούρια. Ειρωνεύονται! Εκβιάζουν! Κατηγορούν για αργοπορία και δειλία τους Έλληνες! Απειλούν ότι θα πάρουν τα καράβια τους και θα φύγουν! Τελικά, ορίζουν τη μέρα : 23 Απριλίου 1827. Τη μέρα που γιορτάζει ο Αι Γιώργης θα επιτεθούν για να λευτερωθεί επιτέλους κι η Ακρόπολη!
Δεν πρόλαβε!
Εκείνο το βράδυ, παραμονή του Αι Γιώργη, που ξημέρωνε κι η γιορτή του, τον είχε πιάσει πάλι πυρετός, κι είχε ξαπλώσει νωρίς στη σκηνή του… Κάπου, ακούστηκαν τουφεκιές, δυνατές φωνές και φασαρία! Πετάχτηκε έξω. Ιδρωμένος από τον πυρετό, άντυτος, χωρίς όπλα… Γύρευε να δει τι συμβαίνει… Κανείς δεν ήξερε να του πει τι έγινε… Καβάλησε τ’ άλογό του να φύγει… Οι δικοί του, που ήξεραν ότι τον έλιωνε ο πυρετός, δεν τον άφηναν : «Καπετάνιε, μην πας!» του φώναζαν. Τ’ άλογό του, λένε, μαθημένο σε μάχες και μάχες, όσο και αν το κεντούσε, δεν κουνιότανε βήμα! Ήταν φανερό, ότι το ζώο κάτι κακό είχε καταλάβει… Το είδαν τα παλικάρια του και μπήκαν μπροστά του, να τον εμποδίσουν. Μάταιος κόπος. Ξέχασε τον πυρετό, ξέχασε και το άλογο, πήδηξε στη ράχη ενός άλλου αλόγου και χύθηκε μέσα στη νύχτα.
Σε λίγο, τον έφεραν βαριά πληγωμένο στο πόδι. Τον μετέφεραν σε ένα καράβι, αραγμένο στο Φάληρο. Το ίδιο εκείνο βράδυ, αποχαιρέτησε έναν έναν τους οπλαρχηγούς του, μετάλαβε και ξεψύχησε… Κανείς δεν έμαθε ποιος τον σκότωσε… Μπορεί Τούρκος, μπορεί κατά λάθος κάποιος Έλληνας. Πέθανε μέσα στο πλοίο. Τον πήγανε στη Σαλαμίνα για να τον θάψουνε. Έτσι τους ζήτησε… Ο θάνατός του μαθεύτηκε μετά την κηδεία. Φοβήθηκαν ότι μεγάλο πλήθος στρατιωτών θα εγκατέλειπαν την θέση τους, για να περάσουν στην Σαλαμίνα για το τελευταίο αντίο στον αρχηγό. Το ηθικό του στρατού έχει πια καταρρακωθεί.
Οι Άγγλοι αρχηγοί όμως δεν περιμένουν. Επιμένουν, παρά το άσχημο ηθικό του στρατού, σε μία κατά μέτωπο, απροετοίμαστη επίθεση. Οδηγούν το στράτευμα σε μία ανελέητη σφαγή. Χιλιάδες πέφτουν νεκροί. Χιλιάδες αιχμαλωτίζονται και φονεύονται κάτω από φριχτά βασανιστήρια ή αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν τη φρίκη. Μόλις τρεις χιλιάδες πολεμιστές με τον Μακρυγιάννη, καταφέρνουν να μπουν στα πλοία και να διασωθούν. Ποτέ άλλοτε δεν έπαθαν οι Έλληνες στην επανάσταση τέτοια μεγάλη καταστροφή. Η Ακρόπολη παραδίνεται και μαζί με αυτήν, όλη η Ρούμελη! Το στράτευμα διαλύεται. Δυστυχώς, ο θάνατος του Καραϊσκάκη απέδειξε με τραγικό τρόπο πόσο πραγματικά μεγάλος ήταν. Ευτυχώς, κράτησαν οι Μοραΐτες την επανάσταση στην Πελοπόννησο κι η λευτεριά ήρθε μερικά χρόνια αργότερα, με την ναυμαχία στο Ναβαρίνο και τη Συνθήκη του Λονδίνου.
Το στρατόπεδο στο Κερατσίνι ερήμωσε. Το εκκλησάκι του Άι-Νικόλα, που χρησιμοποίησε σαν αρχηγείο του για το στρατόπεδο στο Κερατσίνι, υπάρχει ως τις μέρες μας και δίπλα, μεγάλος τώρα υψώνεται ναός, του Άι-Γιώργη, στη μνήμη του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Κι άμα τύχει κανείς και βρεθεί στο Κερατσίνι, λίγο πιο πάνω από τα Ταμπούρια, στο μικρό εκκλησάκι του Άι-Νικόλα, νομίζει πως ακούγεται ακόμη η φωνή του να λέει:«Δεν παρατάω εγώ την πατρίδα»
(Εικόνα: Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εφορμά στην Ακρόπολη, Γεώργιος Μαργαρίτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου