Πέφτει σιγά-σιγά το κρύο βράδυ
κι ο γέρος κι η γριά του στη γωνιά,
στις φλόγες του τζακιού που το σκοτάδι,
αντάμα διώχνουν με την παγωνιά,
τρώνε κι αυτό το βράδυ παξιμάδι,
για να σταθούν στ’ αδύνατα κανιά
κι από ’να αυγό, τον κρόκο με τ’ ασπράδι,
μονάχοι τους στην απολησμονιά!
Ποτέ δεν αποκτήσαν κληρονόμους
-έχασαν δυο μωρά με αποβολές!-
και με τους κυρτωμένους τώρα ώμους,
μιλούν για του Κυρίου τις βουλές!
Κι ενώ πήγαν μετά να κοιμηθούν,
δεν ξύπνησαν ποτέ να σηκωθούν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου