Το χειμώνα ταΐζαμε με κλεμμένο γάλα
παρατημένα γαϊδουράκια με τεράστια μάτια
τα βρίσκαμε στους ποταμούς.
Ψοφούσαν πάντα χωρίς παράπονο
σα το Παππού που θα πεθάνει έτσι κ’ αλλιώς.
μεθυσμένοι από τη ζέστη και το αίμα
Τα μεσημέρια κολυμπούσαμε
σε στέρνες σκοτεινές με πράσινα νερά
που γαύγιζαν τον άνεμο
που κατέβαινε από τα βουνά.
και το χρόνο που χύνονταν σα αίμα
στους δρόμους του φεγγαριού
την είδε γυμνή
και παραλίγο να τον σκοτώσομε με τις πέτρες
Είχε και γραφομηχανή.
Έμενε στη γειτονιά μου
τρεις νύχτες το ίδιο όνειρο
να με φιλά στο στόμα
σε μια άδεια στέρνα
η γραφομηχανή να γράφει μόνη της
τα λόγια της αβάσταχτης ομορφιάς
χάθηκαν και τα λόγια
με τους καπετάνιους στους τοίχους
και τους πεθαμένους λυράρηδες
κατά την δεκάτη νυχτερινή
ηρθε
ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
σ ενα τραπεζάκι σε μια άκρη.
Ήμασταν εμεις που λέγαμε για τα μνημόνια ,
αυτός , σιωπηλός
και μια παρέα αγροφύλακες
πιο πέρα .
-εμεις πίναμε ρακές-
και τα μεσάνυκτα σηκώθηκε να φύγει .
και στο σκοτεινό χωριό ,
το πλακωμένο απο τη καινούργια φτώχεια
ενας ενας του φιλήσαμε το χέρι.
αρμένισε ενα καινούργιο φεγγάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου