δεκαπέντε κυνηγοί
σκαρφαλώσαν απ’ τον Άδη
κι ανεβήκανε στη γη.
Ήταν δέκα με τσιφτέδες
πέντε με μπροστογεμή
ψάξαν σπίτια και μπαξέδες
πιθαμή προς πιθαμή.
Τι γυρεύανε δεν ξέρω
μάνα μου όνειρο κι αυτό
να μη βρίσκεται ξημέρω-
μα να μπω και να κρυφτώ.
***
Στου σαλεμένου τις αυλές
φυτρώνουν άνθη απειλές
κι αυτός τα ξεφυλλίζει
κρατεί βελόνα τ’ ασημιού
κρατεί κλωστή του μπρισιμιού
και τα περαματίζει.
Φαίνει εκατόν οργιών χαλί
στης βουρλισμένης την αυλή
πηγαίνει και το στρώνει
όμορφα και πιτηδευτά
μη μαθευτούν τ’ αμάθευτα
και κρύβει την αγχόνη.
***
Απ’ του κουζουλού το σπίτι πέρασα μήπως τον δω
κι αυτός έσπρωξε το σύρτη και μου λέει δεν είμ’ εδώ
έχω βγει μια βόλτα έξω απ’ του νου μου το κουτί
να ρωτήσω να γυρέψω τι είν’ αυτό το κάτι τι.
Έχω σχέδια και πλάνα κι έχω χάρτη στο χαρτί
και μια εμμονή πουτάνα να ζητά το κάτι τι
άναψα φωτιές και φώτα στου μυαλού μου τη γιορτή
να φωτίσω γεγονότα μήπως βρω το κάτι τι.
Πούναι έτσι είναι σαν σαν κάτι στρογγυλό ολίγον τι
και μυστήριο κομμάτι όπως κάθε κάτι τι
είναι σαν και λίγο κάπως και λιγάκι σαν γιατί
δίχως μήκος δίχως πλάτος ένα σκέτο κάτι τι.
Χθες αργά μες στο σκοτάδι πήγα κι έστησα αυτί
πάνω απ’ το βαθύ πηγάδι κι άκουσα το κάτι τι
κι όπως έσκυψα να πιάσω ήχους και νοήματα
κι έγειρα να του περάσω κάποια ερωτήματα
έπεσα τα πάνω κάτω μες στου πηγαδιού τον πάτο
και μου λέει καλωσήρθες και του λέω μπουρμπουλήθρες.
πηγή: http://www.poiein.gr/archives/13846/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου