μια θυγατέρα έχασε όμορφη.
Στάζει δάκρυ και αίμα τώρα το βασιλικό λαδόπανο
που βάσταζε τότε στα χέρια του ο νουνός της.
Στα χέρια ‘ κείνα αναστήθηκε, γυναίκα όμορφή
και ζηλεμένη που ως τα τώρα στέκει.
Μα ύστερα από τ’ αξημέρωτο ήρθε φωτιά,
φωνές και σκύλοι λυσσασμένοι αλυχτούν στα καλντερίμια.
Βροντούν του κάτω κόσμου τα τύμπανα,
και δαίμονες σιδερόφραχτοι αλαλάζουν.
Διψούν,
ζητούν με των Ρωμιών το αίμα
να γράψουν το παρελθόν των απογόνων τους.
Στοιβαγμένα τα κορμιά στους παράδρομους
και στις πλατείες.
Και οι εκκλησιές άγια ποτήρια γεμάτα αίμα!
Ερείπια και έξω επαιτεί η αριστοκρατία,
της συγκλήτου τα χρυσά νομίσματα ιερά συλημένα.
Σαν ήρθε εκείνη η άτιμη η ώρα, η κόρη ξεψυχά,
ανήμπορη ν’ αντισταθεί στο ουρανού την προσταγή.
Αποχαιρετά η πνοή το σώμα
σαν κλείσει και ο τελευταίος Βασιλιάς τα μάτια του.
Βασίλεψε ο ήλιος μα το στεφάνι αστραποβολεί
του μαρτυρίου και της ιστορίας την ασάλευτη καθέδρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου