Αγόρασα ένα όπλο
Κόκκινους κύκλους άρτιους γέμισε ο ουρανός
Ό,τι αρχίζει είναι κόκκινο
Λοιπόν θα γεμίσεις τον ουρανό με σκάγια
κόκκινες αφορμές
Οι κόκκινοι κύκλοι θα πέσουν στη γη
Άκουγε τα σχισίματα
ο τράχηλος συντρίβονταν
γλυκά και πονεμένα μάτια,
που γίνονταν ερωτικά
όταν τα πλησιάζουν τα μυρμήγκια.
Απάνω μας ο ουρανός πυροβολούσε
Το δείπνο έτοιμο Καθίσαμε να φάμε
Ημέρα πρώτη -δέκα μέρες νηστικοί
Να ξεκινήσουμε
για κείνα που ονειρευτήκαμε
για κείνα που μας έταξαν θεοί
Αλλά κρατήσου
Ο χώρος της ψυχής σου είναι σχισμένος σε κομμάτια
Για ν’ αποσπάσεις το τραγούδι
κοίταζε τα σκισμένα σου κομμάτια
κι ως άνεμος δυνάμωσε την κίνησή τους.
[…]
προς την υποσχεμένη γη των οραμάτων
Τ’ άλογά μας στην κόκκινη νύχτα
Τ’ άλογά μας οι πρασινογάλαζοι ήσκιοι της κόκκινης νύχτας
Τ’ άλογά μας ανασαίνουν τα κρυστάλλινα πολύεδρα της νύχτας
Σηκώνουνε τα διάφανα ρουθούνια τους
κι οσφραίνονται όνειρα μακρινά
κόκκινα σύννεφα σε βάθος μαλακό
Το τίναγμα των ποδιών τους στο βράχο
αστράφτει με ζαφειρομπάλασα,
σκύβουνε τον περήφανο λαιμό τους
και χλιμιντρίζουν περουζέδες κι αιμοστάτες
Τα μάτια τους παίρνουν την πολυτιμότερη διαγραφή
Οι χαίτες τους είναι χρυσοκόκκινες
Τα γρήγορα λιγνά τους πόδια
σε μια κομψότατη ακινησία
Βγαίνει το μαδημένο ανδρείκελο
προφέρει λέξεις ακατάληπτες
«Ο πόλεμος είναι καθολικός
η Δίκη δολοφόνος
Τα πάντα γίνονται με σκοτωμό και θάνατο
με τάξη αναγκαστική
Τα πάντα αλλάζονται με θάνατο
όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι
και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα
Για τους θεούς και για τους νικητές
τα πάντα είναι δίκαια και αγαθά
ενώ οι δούλοι και οι νικημένοι
άλλα τα θεωρούνε δίκαια και άλλα άδικα
Πρέπει να το χωνέψεις:
το πεθαμένο και το ζωντανό
η συγκοπή και το μαχαίρωμα
ο θύτης και το θύμα είναι ίδια
Είτε τον κάτω δρόμο πάρεις είτε τον επάνω
πάλι θα βγεις στον βόρβορο
Δεν θα ξεφύγεις απ’ τη μοίρα αυτή
όπως ο ήλιος δεν μπορεί
να ξεπεράσει τα καθορισμένα μέτρα
Τα πτώματα και τις κοπριές
να τα πετάς μακριά και να τα κρύβεις
όπως η φύση κρύβει τον εαυτό της και τα πτώματα
Για τους ανοιχτομάτηδες
ο κόσμος είναι ένας και κοινός
ενώ ο καθένας απ’ τους κοιμισμένους
στρέφεται στον δικό του κόσμο:
Θαρρεί πως είναι αθώος!»
Τινάζεται απ’ τα παράθυρα
Σβήνει στις λάσπες έξω
Σφραγίζουμε τις χαραμάδες
Μα στην κοιλιά της μνήμης
Όπου στοιβάχτηκαν σκουπίδια των καιρών
βουλιάζουνε τα κυπαρίσσια
Oι λύκοι ψαχουλεύουνε
στον σκουπιδότοπο της μνήμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου