την ώρα που η ψυχή θα αντανακλάται
σ’ ένα μπουμπουνητό βραχύ, μα οξυμμένο
σαν το αδέκαστο κριτήριο
των ανύπαρκτων και γι’ αυτό μισημένων θεών.
Σε τέτοιες ώρες σπαραγμού,
τώρα που διεκδικεί η ματαιότης την πρωτιά
το νήμα κόβοντας του χρόνου με ευκολία,
μοιάζει των εκλιπόντων η ψυχή
κουφέτο ασημοκέντητο στης νύχτας την παλάμη.
Και η Δευτέρα Παρουσία
μια τσαγκαροδευτέρα όπου ο καθείς
τις οφειλές του τις αμύθητες
με πίκρα αυγατίζει, προτού
τον πασπαλίσει η γαλήνη με θνητότητα.
Κι ως γύρω από τα οστά τα σαραβαλιασμένα
της ανέλπιστης μαίνεται καταιγίδας ο ζήλος,
από την τελευταία κατοικία τους σηκώνονται οι νεκροί.
Αναρωτιούνται
αν το μπουμπουνητό του τρίτου στίχου ήτανε
απόδειξη για τη στερνή μετά θάνατον Κρίση
ή ένα καπρίτσιο του ποιητή, καθώς ανταγωνίζεται
του κεραυνού και της βροντής τους κραταιούς θορύβους
με τη δεινότητα της γλώσσας του που αρκείται
στου είναι της τη μεταφορική χρήση.
νιφάδες έκθαμβες, λευκές,
απ’ το καλέμι ενός
αγνώστου γλύπτη σμιλεμένες.
στα χέρια σου, θα λιώσουνε μεμιάς.
Στη θέση τους αστράφτει μια σταγόνα
φρέσκου νερού, αυτή
δεν είναι παρά η σκόνη
που απόμεινε απ’ τη χειραψία σου
με τον άγνωστο γλύπτη,
την τέχνη Tου ολόκληρη σ’ ένα έργο
έτοιμο ν’ αφανισθεί,
μόλις θνητός το αγγίξει.
Το σκοτάδι στο πλευρό μας προσαράσσει.
Τα απορριμματοφόρα είναι καθ΄ οδόν
Μέσα στις αρτηρίες το αίμα εκχωρεί
τη θέση του στων ονείρων τη σκόνη.
Στάζουμε από άκρη σε άκρη. Ψηλαφούμε
το στήθος μίας έμμονης ιδέας,
τους δείκτες χαλασμένου ρολογιού.
Ο χρόνος νοείται διά ζώσης.
Μόνο οι νεκροί τον ξοδεύουν εν πνεύματι.
ότι άστεγοι που διάγουν τις βραδιές
στον δρόμο, σπέρνουν εξαρτήματα
αυτοκινήτων αποσυρμένων, παλιών,
βρίσκουν στο διάβα τους κλειδιά,
πόρτες που βγάζουνε σε μαρμαρένια αλώνια.
Πλους, απόπλους, κατάπλευση.
Ο αυχένας σου αστράφτει, τσίγκος υπό βροχή.
Έχω τη γεύση του φιλιού σου υπό μάλης.
Η νύχτα μού επιτρέπει να εξαντλώ
τις δυνάμεις μου αθλούμενος
σε κλίνες χιονοσκεπείς,
αλεσμένες από τη μυλόπετρα της αγάπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου