Επειδή μιλούσα για τη μουσική την άπαιχτη
που παίρνει τη λαλιά και το μυαλό θολώνει
κι άνοιξε πόρτα ξαφνικά κι ενέβεις
ήσουν η προσερχόμενη. Ανάλαφρη κατέβαινες
και σʼ ένιωθα, παράξενο που σʼ έλουζʼ ένα φως
μα τι αθώα που τα λες για σπάνιους ήχους
μαγικούς, τα μαύρα τίναξες μαλλιά
και μʼ έκοψε το ρίγος. Εδώ και χρόνια καρτερώ
τι περιμένεις, έτοιμη προχωρούσα, λάμπουσα
και λυγερή και μη πουλώντας τίποτε
γνωρίζοντας πως θα ʼρθεις ακριβέ μου…
Είπες κι αμέσως χάθηκες. Κοιτούσα και δεν ήσουν.
Με ζώναν μυρωδιές τα σωθικά μου ετρέμαν
σα να ʼσουν μέσα μου βαθιά, κατέβεις πάλι
τα σκαλιά σε νέαν έλευση. Ώρες πολλές
σε κάθε βήμα. άθε σκαλί κι από ʼνα ρούχο
ώσπου με σκέπασες κατάσαρκα γυμνή
ηγαπημένη και καλή γυναίκα ετοιμασμένη.
Ταξίδι να με στέλλεις φεγγερό του έρωτα.
Στο σκοτεινό ρυθμό τʼ απανωτού θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου