Στα βάθη της Ανατολής
Ανάμεσα σε λίμνες πανάρχαιες
Που ακούγονταν στις όχθες τους
Ανάσες και μουρμουρητά
Ενός άλλου κόσμου
Σε αχανή χορτολίβαδα πλανήθηκα
Ως ένα άλογο αενάως καλπάζοντας
Με ανείπωτη θλίψη
Στα τεράστια μάτια του
Πάντα φυλλορροούσα
Στο άγνωστο αλλοτινών εποχών
Κι επιθυμούσα να γνωρίσω
Τα όσα σκέπαζε η αχλύ και το σκοτάδι
Γι’ αυτό καθ’ οδόν
Καθρεφτίστηκα σε βαλτόνερα
Και υψώθηκα δένδρο
Σε παραποτάμιο δάσος
Ν’ αντικρύσω
Πέρα απ’ την απέναντι κοιλάδα
Με τα οροπέδια άξενα
Κάλυπταν τον ορίζοντά μου
Σε σταυροδρόμια γρίφους
Δεν γνώριζα τι δρόμο ν’ ακολουθήσω
Δισχισα τη χώρα της φωτιάς
Τη χώρα της βροχής
Τη χώρα των ανέμων
Όπως εκείνο το φοβερό
Παραμύθι της μάνας μου
Που τ’ άκουγα μικρή κι αναρριγούσα
Εξερευνούσα τις νύχτες
Τον αστρικό κόσμο
Και πλανήθηκα με τους πλανήτες
Όπου κι αν έφθανα
Της χερσονήσου η άκρη
Μ’ ακολουθούσε
Ως ευχή και κατάρα
Ως πικρή δάφνη
Και επιμήλιο ώριμο
Ξέμεινα σε χανούτια της Κύπρου
Πριν από πέντε αιώνες
Κοιμήθηκα ξάγρυπνη σε χάνια
Και είδα να με παραμονεύει
Η σκιά του θανάτου
Στις εσοχές αενάως του χρόνου
Ασθμαίνοντας τέλος είπα
Τώρα θα σπάσω
Τον πάγο της στέπας
Με τις οπλές μου
Ν’ ανακαλύψω
Την ελάχιστη χλωροφύλλη
Τη θαλπωρή που εξέλιπε
Έστω και εάν ματώσω
Πατρίδα
Έστω Πατρίδα κι αν τρέξει
Το αίμα μου
Στον ασφόδελο πάγο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου