Όχι, μην πει κανείς πώς δεν κουραστήκαμε,
Είμαστε άνθρωποι και δεν πιστεύουμε στους υπεράνθρωπους.
Μην πει κανείς πώς δεν ονειρευτήκαμε και μεις να μπορούμε να
περπατούμε στους δρόμους
Χωρίς να κάνουμε πως δένουμε το κορδόνι του παπουτσιού μας
Για να ελέγξουμε αν βρίσκεται πάντα πίσω μας
Εκείνος ο άνθρωπος με την καφέ του καπαρντίνα.
Ονειρευτήκαμε να περπατάμε ανέμελοι, ονειρευτήκαμε
Όταν μας χτυπούνε την πόρτα, ακόμα κι υστέρα από τα μεσάνυχτα,
Να ’ναι ένας φίλος περαστικός, που είδε φως στο παράθυρο
Ή ένας γείτονας που του λείψανε τα τσιγάρα.
Ονειρευτήκαμε, σαν είμαστε νιοι, να ’χουμε το κορίτσι μας, να βγαίνουμε
το βράδυ περίπατο
Χωρίς να μας αιφνιδιάζουν τα βήματα του περαστικού,
Χωρίς να μας πολιορκούν οι νυχτερίδες του τρόμου.
Ονειρευτήκαμε να βλέπουμε υστέρα τα παιδιά μας να πηγαίνουνε στο
σχολειό
Σίγουροι πως θα τα ξαναδούμε, σίγουροι
Πως θα τα βλέπουμε κάθε μέρα,
Όσο να γίνουν εκείνα νιοι κι εμείς γερόντοι.
Ονειρευτήκαμε να γερνούμε στα καφενεδάκια της γειτονίας μας,
ΟΟνειρευτήκαμε να πεθαίνουμε στο κρεβάτι μας,
Ονειρευτήκαμε να ζούμε και να πεθαίνουμε
Σαν άνθρωποι, μόνο σαν άνθρωποι,
Όχι σαν υπεράνθρωποι, ούτε σαν σκουλήκια της λάσπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου