που σ' είδαμε πίσω απ' το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα
τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων.
Πάνω στη φούστα σου ο Αυγερινός.
Δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες
κρεμούσανε στ'αυτιά σου σκουλαρίκια
και τα πορτοκαλάνθη σου έφεγγαν
τη μαύρη την καμένη στράτα.
Κυρά μελαχρινή
που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια
σαν της Παναγιάς το κόνισμα
πίσω από το χνούδι το σγουρό
σπίθιζε το δροσό της νύχτας
σα να μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε γιορντάνι στο λαιμό σου
να χυθεί στη ζεστασιά του κόρφου σου.
Κι ήταν η σιγαλιά πηχτή σα γάλα
και τ' οργωμένο χώμα ευώδιαζε σαν εκκλησιά
τη μέρα των βαγιώνε.
Κυρά τρανή
κι έβγαινε ο μπιστικός από τον ύπνο του
καθώς που βγαίνει ο κάβουρας από το νερό
στο περιγιάλι
κι αστράφτει το νωπό καβούκι του
γαλάζιο πρωινό με δυο κουκκίδες άστρα.
Κυρά τρανή
τι σιγανή της νεραντζιάς η πρώτη καλημέρα
τι σιγανό το βήμα σου κι ανάσα του ψαριού
πλάι στο φεγγάρι.
Ά! τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα
στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η Πούλια σου κρεμάει
στο μέτωπο
Τι σιγανό κουβεντολόι του μέρμηγκα
μπροστά στης μαργαρίτας το ξωκλήσι
Ά! τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα
στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η Πούλια σου κρεμάει
στο μέτωπο
το εφτάκλωνο κλαδάκι της γαζίας.
Πόση λουλουδόσκονη στριμώγνεται
στης μέλισσας το σώμα για το μέλι.
Πόση σιωπή μες τη καρδιά σου για τραγούδι.
Δω πέρα σμίγει η νύχτα την αυγή
σ' άτρεμο ρίγος
και σένα τα δυο σου χέρια δετά
γύρω το γόνα της γαλήνης
φέγγουν σάμπως δυο περιστέρια φως
ασάλευτα πάνω απ' το δάσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου