τέκνων της δυστυχούς πατρίδας, να τους βλέπεις
ωσάν σε πανελλήνιους αγώνες πίσω
από τ’ άρματα μέρες εννιά και χρόνια εννιά
μες στο Δημόσιο Κήπο, στα κομμένα
δέντρα του Απόλλωνα, στα αίματα λουσμένους
και να κατατροπώνουν την ψυχή τους
σκοτάδια, η ψυχή τους στραγγισμένη
απ’ τ’ ανελέητο μίσος των αλόγων
κι η μαύρη ράχη του βουνού θλίψη ζωσμένη
κι οι ολόδικοί τους ν’ απελευθερώνουν
εικόνες απ’ το Σύμπαν — ο νεκρός του είναι
ο Κόσμος όλος, το κλειδί και το θεμέλιο,
το πιο αγαπητερό περπάτημα και διώμα,
το πρόσωπο κι η λάμψη του μες στα λουλούδια,
θέλουν να του φωνάξουν ν’ ανεβεί
μαζί τους πάνω στων τειχών τη ντάπια—
πλην δεν ακούει κανείς, όλα είναι μαύρα
ωσάν την πρώτη μέρα της δημιουργίας,
τα σύγνεφα τα γέρικα βαραίνουν
στον ανελέητο χτύπο της καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου